Η Ελένη Μενεγάκη είναι αντικειμενικά όμορφη;

Η παρούσα σελίδα αποτελεί μέρος των σελίδων του συγγραφέα πάνω σε θέματα νοολογίας


0. Εισαγωγή

Για σας που δεν προσγειωθήκατε εδώ ουρανοκατέβατοι (μέσω Google), αλλά ακολουθήσατε συνδέσμους από τις άλλες-μου σελίδες, οφείλω τουλάχιστον μια εξήγηση: τί στην ευχή γυρεύει το όνομα μιας τηλεπαρουσιάστριας που λέγεται “Ελένη Μενεγάκη” σε μια σελίδα επιστημονικού περιεχομένου; Τί σόι “επιστήμη” τάχα κάνω εδωπέρα με ένα ξανθό άστρο της TV;

Και όμως, περιμένετε να σας εξηγήσω και θα δείτε. Ασφαλώς και θα βοηθήσει η λεγάμενη ξανθιά σε μια συζήτηση επιστημονικού ενδιαφέροντος, και συγκεκριμένα στην απάντηση του ερωτήματος: είναι αντικειμενική η ομορφιά, ή μήπως εξαρτάται πάντα από τα γούστα του καθενός; Υπάρχει “ωραίο” που να είναι τόσο αντικειμενικό όσο το “ζεστό”, το “κυκλικό”, και το “μαύρο”, ή μήπως το “ωραίο” ανήκει σε μια υποκειμενική κατηγορία εννοιών που η αντίληψή τους εξαρτάται από το ποιοι είναι αυτοί που την αντιλαμβάνονται; Είναι ποτέ δυνατό να υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτόν τον πλανήτη που να βλέπουν την Ελένη (και κάθε παρόμοια Ελένη) σαν σκιάχτρο, και να τη δείχνουν στα παιδάκια-τους φοβερίζοντάς τα για να φάνε το φαγητό-τους;

Ας μην προτρέχω όμως. Πρέπει πρώτα να σας συστήσω την Ελένη. Γιατί στο κάτω-κάτω, μπορεί κ’ εσείς να είστε τόσο αμόρφωτοι στην τηλεορασιακή κουλτούρα όσο κ’ εγώ, που μέχρι πρότινος (το Μάιο του 2008 γράφτηκε το παρόν) δεν την ήξερα καθόλου αυτήν την κυρία Μενεγάκη. Θα μου πείτε, γιατί, την ξέρεις τώρα; Σου συστήθηκε αυτοπροσώπως; Όχι βέβαια, απλώς εννοώ οτι πρωτύτερα δεν είχα καν ακούσει το όνομά της. Αγνοούσα την ύπαρξή της. Τόσο αμόρφωτος άνθρωπος, τόσο τούβλο ήμουνα. Εμ’ βέβαια, αν κάνατε ότι κ’ εγώ, δηλαδή δεν ανοίγατε ποτέ-σας τηλεόραση παρά μόνο για να δείτε περιστασιακά κανένα παιχνίδι της εθνικής μπάσκετ ή ποδοσφαίρου, θα καταντούσατε σαν κ’ εμένα: τηλεορασιακώς κούτσουρα απελέκητα. Και θα ρωτούσατε τη μητέρα-σας, όπως ρώτησα κ’ εγώ την 80-ετή πλέον δικιά-μου μητέρα, όταν μου έδειξε την ξανθιά στην τηλεόραση που έβλεπε: «Ορίστε; Ποια είναι αυτή η Ελένη η... πώς την είπες;»

«Η Μενεγάκη.»

«Αυτή. Για ποια λες, γι’ αυτή τη ξανθιά;»

«Εκείνη, ναι. Είναι μια από τις ομορφότερες Ελληνίδες!»

Ξανακοίταξα προς το γυαλί του δέκτη, μην πιστεύοντας στα μάτια-μου και στ’ αυτιά-μου. «Μια από τις ομορφότερες Ελληνίδες; Τί λες ρε μαμά;» της αντέτεινα. «Αυτή έχει ένα στόμα δέκα στρέμματα! Και κάτι σαγόνια σαν του καρχαρία, να τα δει ο Σπίλμπεργκ και να κατουρηθεί απ’ την τρομάρα-του!»

«Ώχου, ότι θέλεις λες τώρα», μου κάνει η μαμά με ολύμπια ηρεμία και απόλυτη βεβαιότητα. «Αυτή είναι καλλονή απ’ τις λίγες, όλος το κόσμος το λέει. Και το στόμα-της δεν είναι μεγάλο, είναι κανονικότατο.»

Όλος ο κόσμος το λέει; Ποιος κόσμος; Εγώ δηλαδή δεν είμαι κόσμος; Εμένα η γνώμη-μου δεν μετράει; Αλλά τέλος πάντων, για να μην έρθω σε στείρα αντιπαράθεση με τη μητέρα-μου — «όχι, είναι καλλονή», «όχι, είναι φακλάνα» — μπήκα στο διαδίκτυο να ψάξω για φωτογραφίες-της, να ξεστραβωθώ ο έρμος με την άγνοιά μου, μήπως τυχόν και το στιγμιότυπο που έπιασα ασκαρδαμυκτί και στα κλεφτά στην TV ήταν μια άτυχη στιγμή, μια άποψη υπό γωνία που δεν κολάκευε καθόλου την κατά τα άλλα εκπάγλου καλλονής ξανθιά Ελληνίδα. Ψάχνω λοιπόν μέσω Google και βρίσκω όχι απλώς φωτογραφίες, αλλά κυρίως βιντεάκια (στο YouTube), όπου διαπίστωσα οτι οι συμπατριώτες-μου στην πλειοψηφία-τους είναι απ’ ότι φαίνεται “κολλημένοι” με την κυρα-Λένη, και συμφωνούν με τη μητέρα-μου: είναι μια από τις ωραιότερες Ελληνίδες (λένε)! Οι αντίθετες απόψεις είναι πρακτικά ανύπαρκτες. Έναν άνθρωπο που να λέει οτι “η Ελένη Μενεγάκη είναι άσχημη” δεν βρήκα. Κατέβασα λοιπόν μερικά στιγμιότυπα από τα βιντεάκια αυτά (μπόλικα, για να μην υποθέσετε οτι διαμόρφωσα γνώμη μόνο από κανα-δυό), τα οποία και παραθέτω, για να δείτε κ’ εσείς αυτά που είδα κ’ εγώ, ώστε να συμφωνήσουμε τουλάχιστον οτι αναφερόμαστε στο ίδιο άτομο:

 
 
Αυτή δεν είναι η λεγάμενη; Η εκπάγλου καλλονής ξανθιά;

Άμα αναφέρεστε κ’ εσείς στην ίδια κυρία κ’ έχετε την άποψη της μητέρας-μου, να με συγχωρεί η χάρη-σας, αλλά θα διαφωνήσουμε βαθύτατα. Κ’ επειδή εν γένει προτιμώ να παραθέτω εμπεριστατωμένες και τεκμηριωμένες απόψεις, το ίδιο θα κάνω κ’ εδώ: θα σας εξηγήσω — με επιστημονικό όμως τρόπο — σε ποιες αρχές στηρίζω τις αντιρρήσεις-μου στην ιδέα “απ’ τις ομορφότερες Ελληνίδες”. Αυτό θα μας οδηγήσει σε μια συζήτηση περί αντικειμενικότητας της ομορφιάς: δηλαδή, αυτό που ονομάζουμε “ωραίο”, είναι αντικειμενικά τέτοιο; Θα συμφωνούσαν μαζί-μας κ’ οι υποτιθέμενοι “εξωγήινοι”; Ή μήπως η ομορφιά είναι κάτι το τελείως υποκειμενικό, ώστε άλλο εννοεί σαν “ωραίο” ο Ιννουΐτης Εσκιμώος (που ας υποθέσουμε οτι δεν έχει δει ποτέ-του ξανθιές), κι άλλο ο Ευρωπαίος; Το θέμα δεν αφορά μόνο σε ξανθές κυρίες, αλλά και σε οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε σαν ωραίο: ωραία ηλιοβασιλέματα, ωραίες διακοπές, ωραία μουσική, ωραία ποίηση και λογοτεχνία, ωραίους πίνακες ζωγραφικής, και άλλα πολλά.

Η άποψη που θα διατυπώσω (και τεκμηριώσω) είναι οτι η “ωραιότητα” είναι κάτι το κατά κύριο λόγο υποκειμενικό: εξαρτάται κυρίως από τις προηγούμενες εμπειρίες του καθενός-μας, και απαιτεί ανθρώπινη νόηση, δηλαδή ο εξωγήινος, ο χιμπαντζής, κι ο υπολογιστής (που δεν διαθέτει το “σωστό” λογισμικό) δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν σαν “ωραία” τα ερεθίσματα που μας προκαλούν εμάς αυτή την αίσθηση.

Αυτή η άποψή μου (περί υποκειμενικότητας) φαινομενικά συνηγορεί υπέρ της μητέρας-μου, άρα και υπέρ της πλειοψηφίας των συμπατριωτών-μου: η κυρία Μενεγάκη είναι καλλονή, για σας, κατά την άποψή σας· κ’ εφόσον οι απόψεις είναι υποκειμενικές, τελεία και παύλα, κανενός άλλου κούτσουρου απελέκητου (ήτοι ανεκπαίδευτου στο είδος των ερεθισμάτων που έχετε λάβει εσείς) δεν του πέφτει λόγος. Για μένα, μπορεί το Λενιώ να βλέπεται με το στανιό. Για σας, μπορεί να είναι σεξοβόμβα πολλών μεγατόνων. Υποκειμενικότητα σημαίνει οτι κανείς από τα δύο μέρη δεν έχει απόλυτο δίκιο, γιατί δεν υπάρχει αντικειμενικό στάνταρ ώστε να συγκρίνουμε τις απόψεις-μας (π.χ. με χρήση κάποιου επιστημονικού εργαλείου) και ν’ αποφασίσουμε ποιος έχει τελειωτικά δίκιο και ποιος όχι.

Οπότε; Τέλος συζήτησης; Λάθος, αγαπητοί Έλληνες συμπατριώτες. Η συζήτηση περί υποκειμενικότητας του “ωραίου” θα μας οδηγήσει σε μια άλλη, όπου θα υποστηρίξω οτι η τηλεορασόπληκτη κοινωνία-μας έχει αποβλακωθεί σε σημείο που να έχουν υποστεί αλλοίωση τα κριτήριά της μέσω των οποίων αντιλαμβάνεται το ωραίο και το άσχημο. Και την αποβλάκωση την οφείλει σε μια αμφίδρομη σχέση εξάρτησης μεταξύ του εαυτού-της και των παραγωγών τηλεοπτικών προγραμμάτων: δώσε-μου μπάρμπα-μ’ σκουπίδια στα μούτρα-μου να βλέπω, γιατί μόνο σ’ αυτά αντέχει το μυαλό-μου που ’χει γίνει σαν γιαούρτι — πάρε υποτελή-μας, που δεν μας φτάνεις εμάς σε εξυπνάδα, μερικές ξεβράκωτες στο χαζοκούτι-σου, και πλήρωνέ μας κι από πάνω για να τις βλέπεις — α, δεν μπορώ μπάρμπα-μ’, πολύ σοφιστικέ οι ξεβράκωτές σου, θέλω να είναι τελείως βλακέντιες για να αισθάνομαι ανώτερος — ε, πάρε τότε υποτελή-μας αυτές: σου φέραμε ξεβράκωτες που άμα δουν τον εαυτό-τους στον καθρέφτη του επιτίθενται με μαύρο μαρκαδόρο, για ν’ αλλοιώσουν τα θέλγητρα της αντιζήλου-τους!... Και πάει λέγοντας.

Η άποψή μου δηλαδή είναι οτι, ναι μεν το “ωραίο” είναι κατά κύριο λόγο υποκειμενικό, αλλά την υποκειμενικότητά μας η τηλεόραση την έχει οδηγήσει σε τουλάχιστον “περίεργα” μονοπάτια, που διαφέρουν πολύ από τα άλλοτε αποδεκτά πρότυπα ομορφιάς. Κι αυτό όχι μόνο σε ότι αφορά στις διάφορες ωραίες Ελένες, αλλά και στον τρόπο ντυσίματός μας, στα είδη μουσικής που ακούμε, στο τί είναι “ιν”, και στο τι είναι “ντεμοντέ”. Δεν είναι υπαίτια μόνο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γι’ αυτό, αλλά κ’ εμείς οι ίδιοι που αποζητούμε κ’ επιβραβεύουμε αυτά που μας σερβίρουν τα μέσα.

Μπορεί να νομίσετε οτι τα παραπάνω θα τα υποστηρίξω από την κακία κι από την υπεροψία-μου επειδή δεν βλέπω τηλεόραση, θέλοντας έμμεσα να πω οτι τάχα εγώ κάνω το “σωστό”, ενώ όποιος βλέπει πολύ TV είναι “λάθος”. Λάθος! Αντικειμενικά πρόκειται να υποστηρίξω αυτή την άποψη, που σημαίνει οτι θα σας παρουσιάσω ενδείξεις(*) για την ορθότητά της. Αλλά ας πάρουμε τα πράματα με μια σειρά.

 

1. Η υποκειμενικότητα του “ωραίου”

Όταν ήμουν μικρός (έφηβος γύρω στα δεκατρία ή δεκατέσσερα) βρέθηκα σ’ ένα “ζωολογικό κήπο” σε κάποιο Αττικό προάστειο,(*) όπου βάλθηκα να παρατηρώ τη συμπεριφορά των μαϊμούδων. Ένας γεροδεμένος μπαμπουΐνος πλεύριζε μια θηλυκιά, από κείνες με τον τριανταφυλλί πωπό, τις “έτοιμες” για τη διαιώνιση του είδους. Στην ηλικία που ήμουν, και στη δεκαετία του ’70, οι νεαροί έφηβοι εκείνης της εποχής δεν καταλαβαίναμε και πολλά πράγματα — εκτός από τους πολύ “ψαγμένους” αναμεταξύ-μας, αλλά εγώ “ψαγμένος” δεν ήμουν. Έτσι απέτυχα να κάνω αυτή που θα έπρεπε να ήταν προφανής παρατήρηση: οτι δηλαδή “τα δυο-τους” έκαναν τα προεόρτια μιας “γαμήλιας(*) τελετής” που οδηγεί με πιθανοθεωρητική ακρίβεια στη διαιώνιση του είδους. Η μόνη σκέψη που μου ήρθε αυθόρμητα στο νου τότε ήταν η εξής: «Τώρα ο τύπος την πλησιάζει γιατί του φαίνεται “όμορφη” δηλαδή η δεσποινίς; Θεούλη-μου, με τέτοιους αποκρουστικούς πισινούς, πώς μπορούν αυτές οι μαϊμούδες ν’ “αρέσουν” η μία στην άλλη;!»

Ανακαλώ τις σκέψεις-μου εκείνες τώρα και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω, για δύο λόγους: πρώτο για το πόσο απονήρευτα ήμασταν εκείνη την εποχή τα παιδιά, ιδίως τ’ αγόρια· και δεύτερο για τη λανθασμένη προσέγγιση του βάσει ποιων κριτηρίων ένας μπαμπουΐνος πλησιάζει μια μπαμπουϊνίτσα. Δεν μπόρεσα δηλαδή να φανταστώ ένα μπαμπουΐνο να κάνει την εξής αντίστοιχη σκέψη, βλέποντας δυο ανθρώπους, έναν άντρα να προσπαθεί να κάνει “καμάκι” σε μια γυναίκα: «Τώρα ο τύπος την πλησιάζει γιατί του φαίνεται “όμορφη” δηλαδή η δεσποινίς; Θεούλη-μου, με τέτοιους αποκρουστικούς μαστούς, πώς μπορούν αυτοί οι πίθηκοι ν’ “αρέσουν” ο ένας στον άλλον;!»

Αν παραβλέψετε το γεγονός οτι ο μπαμπουΐνος (όπως και οποιοδήποτε άλλο ζώο εκτός του ανθρώπου) είναι αδύνατο να σκεφτεί μια τέτοια πολύπλοκη σκέψη (ας αφήσουμε δε κατά μέρος την επίκληση «Θεούλη-μου!» ), θα διαπιστώσετε οτι υπάρχει πλήρης αντιστοιχία μεταξύ της δικής-μου εφηβικής σκέψης, και της υποτιθέμενης σκέψης του μπαμπουΐνου. Και όσο λάθος είναι η μία, τόσο λάθος είναι και η άλλη.

(Εδώ ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση, γιατί είπα οτι ο μπαμπουΐνος μας ονόμασε “πιθήκους”, και μπορεί να νομίσετε οτι το έγραψα αυτό “ποιητική αδεία”, επειδή τάχα ο μπαμπουΐνος νομίζει οτι οι άνθρωποι είμαστε πίθηκοι, ενώ δεν είμαστε. Όμως πίθηκοι είμαστε. Φυλογενετικά ανήκουμε στην οικογένεια Hominidae, στην οποία επίσης ανήκουν οι ουραγκοτάγκοι, οι γορίλλες, και τα δύο είδη των χιμπαντζήδων: οι κοινοί και οι μπονόμπο. Όλοι αυτοί, μαζί μ’ εμάς τους ανθρώπους, ονομαζόμαστε “ανθρωποειδείς πίθηκοι” κατά τη βιολογική-μας ταξινόμηση [στα αγγλικά: “great apes”]. Χρησιμοποιώ τη λέξη “πίθηκος” στην καθομιλουμένη ελληνική για αυτά τα πέντε είδη ζώων — και ίσως καταχρηστικά και για τους γίββωνες — αντιστοιχώντας-τη στο αγγλικό “ape”· και τη λέξη “μαϊμού” για τα περισσότερα από τα άλλα είδη πρωτευόντων, όπως μπαμπουΐνοι, μανδρίλλοι, καπουτσίνοι, μαρμοσέτες, και άλλα πολλά, αντιστοιχώντας-τη στο αγγλικό “monkey”.)

Πράγματι, όσο αποκρουστικός μας φαίνεται εμάς ο πισινός μιας μαϊμούς, ή κ’ ενός πιθήκου (όπως των χιμπαντζήδων μπονόμπο, που όλο το γεννητικό σύστημα των θηλυκών-τους είναι “πρησμένο”), το ίδιο αποκρουστικοί θα πρέπει να τους φαίνονται κ’ εκείνων οι θηλυκοί ανθρώπινοι μαστοί. Γιά σκεφτείτε: κανένα άλλο πρωτεύον, μαϊμού ή πίθηκος, δεν έχει τόσο “πρησμένους”, ξεχειλωμένους στην κυριολεξία μαστούς! Αλλά και μεταξύ άλλων ζώων δύσκολα θα βρούμε τέτοια κατάσταση, όπου οι μαστοί να εμφανίζονται “πρησμένοι” ακόμα κι όταν το ζώο δεν έχει γάλα για να θηλάσει τα μικρά-του. Τα μηρυκαστικά λόγου χάρη (βοοειδή, αιγοπρόβατα, καμήλες, κλπ.) έχουν μεν μεγάλους μαστούς, αλλά για ένα λόγο: επειδή παράγουν μεγάλη ποσότητα γάλακτος, και όχι γιατί έτσι προσελκύουν τα αρσενικά του είδους-τους. (Στα άγρια, μη εξημερωμένα είδη, οι μαστοί-τους μετά βίας φαίνονται όταν δεν έχουν γάλα, και ιδίως προ της σύλληψης.) Το ίδιο κ’ οι ελέφαντες, οι οποίοι έχουν την ιδιομορφία οτι οι ελεφαντίνες που θηλάζουν έχουν δύο σφαιρικούς μαστούς στην περιοχή του στήθους, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι, με στρογγυλές θηλές με θηλαία άλω, απλώς σε χρώμα σκούρο γκρι αντί για ροζ/μπεζ/καφέ όπως οι δικές-μας· οπότε αν τυχόν σηκωθεί η ελεφαντίνα που θηλάζει στα δυο πισινά-της πόδια μοιάζει με γυμνόστηθη γυναίκα, αλλά σε... ελεφάντινη έκδοση. Αλλά και πάλι, οι ελεφαντίνες “χάνουν” τους μαστούς-τους μόλις απογαλακτίζονται τα μικρά ελεφαντάκια. Μόνο οι άνθρωποι έχουμε αυτό το χαρακτηριστικό, του μόνιμα ξεχειλωμένου μαστού! Και γιατί; Για να προσελκύουμε το άλλο φύλο.(*)

Εδώ λοιπόν βρίσκεται μια πρώτη σημαντική παρατήρηση: για ποιο λόγο υποστηρίζω οτι οι ανθρώπινοι μαστοί θα πρέπει να φαίνονται είτε αδιάφοροι, είτε ακόμα και αποκρουστικοί στα άλλα ζώα; Γιατί απέχουν πολύ από το αναμενόμενο.

Δηλαδή: υπάρχει ένα “αναμενόμενο” για το σχήμα της θηλυκής απόληξης που χρησιμεύει για το θηλασμό των μικρών. Το αναμενόμενο είναι ένας μέσος όρος πολλών ειδών που έχουν τέτοιες απολήξεις, θηλαστικών δηλαδή. Αν επικεντρωθούμε στα πρωτεύοντα (μαϊμούδες και πίθηκοι), βλέπουμε οτι κοντά στο μέσο όρο ανήκουν τύποι θηλών που μοιάζουν λίγο με τις πιπίλες των μωρών, και μάλιστα είναι ακόμα πιο λεπτές, σχεδόν σαν σωληνάρια. Σίγουρα όμως πολύ μακριά από το μέσο όρο βρίσκονται τα ανθρώπινα “πεπόνια”. Οποιοδήποτε βιολογικό χαρακτηριστικό είναι μακριά από το μέσο όρο (από το “πρότυπο” [αγγλικά: prototype] όπως το αντιλαμβανόμαστε) προκαλεί έκπληξη και πιθανώς αποστροφή· εκτός αν πρόκειται για σεξουαλικό χαρακτηριστικό, οπότε η υπερβολή μπορεί να προκαλέσει και πρόσθετη διέγερση, όπως συμβαίνει μ’ εμάς και με τα μεγάλου μεγέθους-μας “γαλακτοκομικά πεπόνια”, ή ακόμα και τα “καρπούζια” (μερικοί άντρες μόνο διεγείρονται μ’ αυτά — εμένα π.χ. μου προκαλούν αηδία). Σημειώστε οτι αυτό το “εκτός” δεν αντιφάσκει στον κανόνα που μόλις διατύπωσα: μπορεί μεν οι ανθρώπινοι μαστοί να είναι σεξουαλικό χαρακτηριστικό, αλλά είναι δικό-μας χαρακτηριστικό, ενώ μέσα στον πληθυσμό όλων των άλλων πρωτευόντων δεν αποτελούν σεξουαλικό χαρακτηριστικό, άρα στα υπόλοιπα πρωτεύοντα είδη (πιθήκους και μαϊμούδες) μάλλον πρέπει να προκαλούν αποστροφή. (Πάρτε όμως το “αποστροφή” όχι κατά κυριολεξία, γιατί πολύπλοκα συναισθήματα όπως η αποστροφή εμφανίζονται μόνο στην πολύπλοκη νοημοσύνη των ανθρώπων· τα άλλα ζώα, με την απλούστερη έως στοιχειώδη νοημοσύνη-τους μπορούν να σχηματίσουν μόνο στοιχειώδεις έννοιες. Φανταστείτε λοιπόν ένα χιμπαντζή να αντιδρά με το «δεν θέλω!» ή «μακριά!» ή «φύγε!», κι αυτά βέβαια σαν συναισθήματα μόνο, όχι εκφρασμένα με λέξεις.)

Παρόμοια, εμάς μας προκαλούν αποστροφή οι τριανταφυλλί πισινοί των μαϊμούδων γιατί η όψη-τους βρίσκεται πολύ μακριά από το δικό-μας αναμενόμενο, από το δικό-μας μέσο όρο, που είναι ένας τυπικός ανθρώπινος πισινός (γυναίκας ή άντρα, αναλόγως του τί μας διεγείρει).

Γιά να δούμε τώρα τί σημαίνει “πρότυπο ομορφιάς” υπό το φως του κανόνα που μόλις διατύπωσα: οτι δηλαδή για να είναι κάτι “ωραίο” πρέπει να βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο αυτού του χαρακτηριστικού. Όταν είναι ακριβώς στο μέσο όρο, όταν το χαρακτηριστικό πέφτει “διάνα”, τότε λέμε οτι είναι “πανέμορφο, τέλειο”. Εξαρτάται όμως όλο αυτό από το με ποιον πληθυσμό έχουμε να κάνουμε! Αν π.χ. έχουμε να κάνουμε με Αφρικανούς, των οποίων το δέρμα είναι από σκούρο καστανό μέχρι σχεδόν “μαύρο”, τότε ο μέσος όρος-τους περιλαμβάνει ένα χρώμα που σ’ εμάς τους Ευρωπαίους φαίνεται πως “παραείναι σκούρο”, σ’ εκείνους όμως φαίνεται “κανονικό”. Αντίθετα, το βορειοευρωπαϊκό χρώμα φαίνεται στους Αφρικανούς πως “παραείναι ξασπρουλιάρικο”, ενώ στους Ευρωπαίους “κανονικό”. Ας αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, όπως τα “γαλακτοκομικά-μας φρούτα”, γιατί εκεί είπαμε συχνά καταστρατηγείται ο κανόνας του “πρέπει να είναι κοντά στο μέσο όρο”. Θα καταπιαστούμε πάλι μ’ αυτά για λίγο μόνο, όταν ξαναέρθουμε να εξετάσουμε το φαινόμενο “Ελένη Μενεγάκη”, γιατί εκεί τα “φρούτα” παίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο, όπως θα δούμε.

Τώρα, τα παραπάνω δεν πρέπει να τα παίρνει κανείς τοις μετρητοίς, γιατί τότε γίνονται λάθη. Για παράδειγμα, ο κανόνας του μέσου όρου προϋποθέτει οτι ο άνθρωπος που ανήκει σε έναν πληθυσμό και που διατυπώνει την κρίση-του περί ωραιότητας έχει δει μόνο άτομα του δικού-του πληθυσμού, και κανέναν άλλον. Στην πραγματικότητα όμως, μεταξύ ανθρώπων σχεδόν ποτέ δεν γίνεται αυτό, γιατί βλέπουμε άτομα άλλων φυλών, και μάλιστα αρκετά συχνά, ιδίως στη νεότερη εποχή όπου τα ταξίδια ανά την υφήλιο είναι κοινότατα και οι μεταναστεύσεις συχνότατες. Έτσι συμβαίνει να “εθιζόμαστε” στα διαφορετικά χαρακτηριστικά, και μερικές φορές να μας ελκύει ακριβώς η διαφορετικότητα. Υπάρχει λόγος που συμβαίνει κι αυτό, αλλά επιτρέψτε-μου να μην επεκταθώ στο ζήτημα, γιατί επιδίωξή μου είναι να μη σας κουράσω, και να μη φύγω εκτός θέματος. Δεύτερο, υπάρχει το θέμα της νεοτενίας, δηλαδή της τάσης του ανθρώπινου είδους να διατηρεί ορισμένα χαρακτηριστικά της παιδικής — ή ακόμα και της εμβρυακής — ηλικίας σε κατάσταση ενηλίκου, και αυτά τα “νεοτενή” χαρακτηριστικά είναι ελκυστικά ανεξάρτητα από το σε ποια φυλή ανήκουμε. (Θα πούμε πιο πολλά για τη νεοτενία λίγο αργότερα.) Τρίτο, υπάρχει και το θέμα των εισαγόμενων προτύπων. Ο τύπος της “ξανθιάς”, π.χ., μπορεί να ελκύει από Αφρικανούς μέχρι Ασιάτες της Άπω Ανατολής, λόγω της εισβολής της Αμερικανικής (ή πιο γενικά Δυτικής) κουλτούρας σ’ όλο τον υπόλοιπο πλανήτη, κυρίως μέσω έργων του Χόλλυγουντ. Έτσι βλέπουμε Ασιάτες και Αφρικανούς να βάφουν τα μαλλιά-τους ξανθά, ενώ πολύ πιο σπάνια οι πραγματικοί ξανθοί και ξανθές του Δυτικού κόσμου βάφουν τα μαλλιά-τους μαύρα. Λοιπόν, η κατάσταση θα απλουστευτεί αρκετά αν αγνοήσουμε όλους αυτούς τους άλλους παράγοντες, κ’ επικεντρώσουμε την προσοχή-μας στον κανόνα του μέσου όρου, που ορίζει το “πρότυπο ομορφιάς”. Σ’ έναν κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν μετακινήσεις πληθυσμών, ούτε τηλεόραση και κινηματογράφος (όπως ήταν ο κόσμος μέχρι πριν από έναν αιώνα δηλαδή), θα ίσχυε μόνον η αρχή του μέσου όρου.

Γιατί όμως ισχύει η αρχή του μέσου όρου; Υπάρχει λόγος. Δεν είναι η αρχή αυτή κάποιος αυθαίρετος κανόνας που τον επινόησα εγώ, ή που ισχύει γιατί έτσι της κάπνισε της Φύσης. Υπάρχει εξήγηση, η οποία έχει να κάνει με τη φυσική επιλογή και τη θεωρία της βιολογικής εξέλιξης.

Με απλά λόγια, προτιμούμε άτομα με χαρακτηριστικά κοντά στο μέσο όρο επειδή τα άτομα αυτά έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι υγιή και γόνιμα, και να μας χαρίσουν υγιείς και γόνιμους απογόνους.

Πιθανόν βέβαια, όταν διαβάσετε το παραπάνω, η πρώτη αντίδρασή σας να είναι: «Μπααα!... Τί μας λες καλέ κύριε! Δηλαδή όταν εγώ ερωτεύτηκα τη Μαριγούλα, σκεφτόμουν την υγεία-της και τους υγιείς και γόνιμους απογόνους που θα είχα μαζί-της; Μωρ’ τί μας λες! Εγώ απλώς “τσιμπήθηκα” με λόγου-της και τα φτιάξαμε, κι ούτε που μου πέρασε από το μυαλό η υγεία-της και οι απόγονοί μας.»

Σωστά. Έτσι είναι, όπως τα λέτε. Ούτε που σας πέρασε απ’ το μυαλό κάποια παρόμοια σκέψη. Από το συνειδητό μέρος του μυαλού-σας όμως. Υπάρχει και το υποσυνείδητο, που είναι ένα άλλο μέρος του εαυτού-μας, που δεν έχει γλώσσα να μιλήσει, που σκέφτεται κάπως αυτόνομα, που επηρεάζει και επηρεάζεται από το συνειδητό-μας μέρος, και που είναι σε θέση να κάνει μαθηματικές πράξεις σαν κομπιουτεράκι, τις οποίες το συνειδητό μέρος ούτε που τις παίρνει μυρωδιά, αλλά το αποτέλεσμα των οποίων επηρεάζει την κρίση-του. Αυτό που λέμε “συνείδηση”, το “εγώ-μας”, ο “εαυτός-μας”, η “προσωπικότητά μας”, που μας μιλάει με μια εσωτερική φωνή όταν σκεφτόμαστε (ή κι όταν διαβάζουμε), όλα αυτά ανήκουν στο συνειδητό μέρος του εαυτού-μας. Οι “παρορμήσεις”, τα “συναισθήματα”, τα “ένστικτα”, οι “διαισθήσεις”, και άλλα για τα οποία γνωρίζουμε πολύ λίγα, ανήκουν στο υποσυνείδητό μας. Αυτό είναι υπεύθυνο για το οτι ερωτευτήκατε τη Μαριγούλα. (Κι αν είστε γυναίκα, για το οτι ερωτευτήκατε τον αντρούλη-σας, μονάχα που σαν γυναίκα μάλλον θα πήρατε σοβαρά υπόψη — υποσυνείδητα! — κι άλλους παράγοντες, όχι μόνο την εξωτερική-του εμφάνιση.) Και τότε, όταν έγινε το γεγονός αυτό, το υποσυνείδητό σας έκανε κάποιους υπολογισμούς σχετικά με την αναμενόμενη υγεία και γονιμότητα της Μαριγούλας· ή μάλλον για την ακρίβεια σχετικά με το πόσο κοντά στο μέσο όρο ήταν τα χαρακτηριστικά της Μαριγούλας, στο δικό-σας μέσο όρο, που μπορεί να διαφέρει ελαφρά από αυτόν ενός άλλου Έλληνα, γιατί δεν βλέπουμε όλοι ακριβώς τους ίδιους ανθρώπους. Αυτούς τους υπολογισμούς “εσείς” (το συνειδητό-σας) δεν τους πήρε μυρουδιά. Απλώς “αποφασίσατε” (με τη βοήθεια των υπολογισμών του υποσυνειδήτου) οτι η Μαριγούλα είναι η γυναίκα των ονείρων-σας. Και νομίσατε οτι “εσείς” το αποφασίσατε αυτό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα κυρίως της κρίσης του υποσυνείδητού σας.

Σημειώστε οτι αυτά δεν είναι αερολογίες και θεωρίες ψυχολόγων–ομφαλοσκόπων, αλλά μέρος της κύριας και αποδεκτής σύγχρονης θεωρίας της νοολογίας (cognitive science) και της νοητικής ψυχολογίας (cognitive psychology), που έχει προκύψει μέσω χιλιάδων πειραμάτων και παρατηρήσεων πάνω σε ανθρώπους και στις αντιδράσεις-τους σε εργαστηριακά δεδομένα, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για θέματα συνειδητού–υποσυνείδητου, συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο “Φαντάσματα στον εγκέφαλο”[*] των V.S. Ramachandran και Sandra Blakeslee, που είναι γραμμένο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, και περιλαμβάνει εξαιρετικά ενδιαφέροντα περιστατικά ανθρώπινων αντιδράσεων και καταστάσεων, που δείχνουν ανάγλυφα την ύπαρξη αυτού του “άλλου εαυτού-μας”, του υποσυνείδητου. (Μερικοί το λένε και “ασυνείδητο”· εγώ προτιμώ τον όρο “υποσυνείδητο”, γιατί το “ασυνείδητος άνθρωπος” στα ελληνικά έχει άλλη έννοια.)

Η φυσική επιλογή έχει καταφέρει το εξής εκπληκτικό επίτευγμα: πρώτο, το ερώτημα «Είναι αυτός ο πιθανός σύντροφος γόνιμος και υγιής;» έχει αναχθεί στο παραπλήσιο: «Έχει αυτός ο πιθανός σύντροφος χαρακτηριστικά κοντά στο μέσο όρο;». Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ένας τρόπος να προσεγγίσουμε την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, που αλλιώς θα ήταν πολύ δύσκολο να απαντηθεί. (Πού να ξέρουμε αν είναι κάποιος γόνιμος και υγιής χωρίς να έχουμε κάποιες ορατές ενδείξεις;) Δεύτερο, στο δεύτερο ερώτημα (περί μέσου όρου) δίνεται απάντηση από το υποσυνείδητο, ώστε το συνειδητό μέρος του εαυτού-μας να μην παίρνει χαμπάρι τους υπολογισμούς που συμβαίνουν στο παρασκήνιο, γιατί απλά δεν χρειάζεται να ασχολείται με το πώς δόθηκε απάντηση· του φτάνει το ποια είναι η απάντηση. Και τρίτο, παρόλο που σχεδόν τα πάντα γίνονται παρασκηνιακά, το συνειδητό-μας έχει την εντύπωση οτι αυτό από μόνο-του “αποφάσισε” να ερωτευτεί τον/τη σύντροφό του. Άμα πιέσετε το συνειδητό να δώσει μια απάντηση, «Μα γιατί τέλος πάντων ερωτευτήκατε αυτόν τον άνθρωπο;», το συνειδητό θα καταφύγει σε υπεκφυγές, σε φράσεις-κλισέ: «Ε, μα έλα τώρα, δεν ξέρεις; Αφού έτσι γίνονται αυτά τα πράματα, χωρίς λόγο. Σε χτυπάει ο έρωτας κατακούτελα, και τα υπόλοιπα έρχονται μόνα-τους.» Δεν γίνονται όμως τα πράγματα χωρίς λόγο, απλά αγνοούμε το λόγο, γιατί δεν έχουμε πρόσβαση στους υπολογισμούς του υποσυνείδητού μας.

 
 
Εικόνα που πολλοί άνθρωποι θα δέχονταν σαν
“όμορφη”: η “έκρηξη” των αρμονικών χρωμάτων
της αυγής, και η “έκρηξη” της γυμνής γυναίκας
με τις αρμονικές γραμμές που ξεπετάγεται από τη
θάλασσα κάνουν ένα συνδυασμό που φαντάζει
ελκυστικός σε πολλούς — άντρες ή γυναίκες.
  Εικόνα που πολλές θηλυκές μαϊμούδες του είδους
μανδρίλλος (Mandrillus sphinx) θ’ αντιλαμβάνονται
σαν “όμορφη” (ή μάλλον θ’ αντιλαμβάνονται σαν
“κούκλο” τον αρσενικό της φωτογραφίας). Πώς το
ξέρουμε αυτό; Μα είναι οι θηλυκές που οδήγησαν
μέσω των προτιμήσεών τους σ’ αυτά τα χρώματα!
 
Παραθέτω παραπάνω δύο φωτογραφίες σαν παραδείγματα της υποκειμενικότητας της έννοιας “ωραίο”. Η φωτογραφία στ’ αριστερά μου έκανε εντύπωση για την ωραιότητά της, και η λεζάντα-της εξηγεί το λόγο. Δεν νομίζω οτι διεγείρει σεξουαλικά κανέναν, γιατί η ωραιότητα έγκειται στα χρώματα της αυγής, στη σιλουέτα της γυναίκας (που μόνο εμείς οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε σαν “αρμονική”), και στο συνδυασμό των δύο “εκρήξεων” — τουλάχιστον αυτή είναι η δική-μου αντίληψη. Άλλωστε δεν είναι προσωπική-μου μόνο εκτίμηση οτι η φωτογραφία αυτή είναι ωραία, καθώς πήρε πρώτο βραβείο σε ένα διαγωνισμό (δυστυχώς δεν γνωρίζω το όνομα του φωτογράφου, το οποίο θα συμπληρώσω — μαζί με τη σημείωση για τα πνευματικά δικαιώματα — αμέσως μόλις κάποιος με πληροφορήσει). Στα δεξιά βλέπουμε μια φωτογραφία ενός αρσενικού μανδρίλλου που τράβηξα στο ζωολογικό κήπο του Πίτσμπεργκ, στην Πεννσυλβάνια των Η.Π.Α. τον Αύγουστο του 2002. Παρόλο που τα χρώματά του μπορεί κ’ εμάς να μας φανούν όμορφα (άλλωστε οι μανδρίλλοι είναι από τα πιο έντονα χρωματισμένα θηλαστικά), είναι οι θηλυκές μανδριλλίτσες στις οποίες φαντάζουν υπέροχα τα χρώματα αυτά. Το ξέρουμε αυτό γιατί οι ίδιες οδήγησαν τους αρσενικούς του είδους-τους να αποκτήσουν αυτά τα χρώματα, μέσω φυσικής επιλογής: προτιμώντας τους πιο χρωματιστούς αρσενικούς, όπως εμείς προτιμάμε τα πιο ευωδιαστά και χρωματιστά τριαντάφυλλα (διαδικασία που ονομάζουμε τεχνητή επιλογή, επειδή σκεφτόμαστε πρωτού επιλέξουμε). Και οι μανδριλλίτσες κάνουν το ίδιο ακριβώς που περιέγραψα προηγουμένως για εμάς τους ανθρώπους: επιλέγουν τους πιο υγιείς και γόνιμους αρσενικούς, αλλά επειδή η απάντηση στο ερώτημα του ποιος είναι πιο υγιής και γόνιμος είναι δύσκολο να βρεθεί, απαντούν το παραπλήσιο ερώτημα του ποιος είναι πιο εντυπωσιακά χρωματισμένος, καθώς οι άρρωστοι και καχεκτικοί μανδρίλλοι δεν έχουν τόσο έντονα χρώματα. Και φυσικά οι μανδριλλίτσες το κάνουν αυτό υποσυνείδητα, αφού συνειδητό νου είναι αμφίβολο αν έχουν (κι αν έχουν θα είναι τελείως στοιχειώδης και τετριμμένος). Επειδή λοιπόν επιλέγουν χωρίς να σκέφτονται, λέμε οτι κάνουν φυσική (όχι τεχνητή) επιλογή.

Το σημαντικό είναι οτι άλλες παραστάσεις οδηγούν εμάς τους ανθρώπους να χαρακτηρίσουμε κάτι σαν “ωραίο”, κι άλλες οδηγούν άλλα είδη ζώων ν’ αντιληφθούν κάτι σαν ελκυστικό. Η υποκειμενικότητα του “ωραίου” προκύπτει από την παρατήρηση οτι ο μέσος όρος βγαίνει από έναν πληθυσμό ατόμων που έχει υποπέσει στη δική-μου αντίληψη. Άλλος άνθρωπος έχει συναντήσει άλλους ανθρώπους στη ζωή-του, άρα από κείνους θα βγάλει το μέσο όρο (θυμηθείτε, πάντοτε υποσυνείδητα). Τώρα, αν είναι κ’ οι δυο Έλληνες, οι πληθυσμοί τους οποίους έχουν παρατηρήσει θα είναι παραπλήσιοι, γιατί θα πρόκειται για πληθυσμούς αποτελούμενους από άλλους Έλληνες. (Είπαμε, ας αποκλείσουμε εξωγενείς επιρροές.) Άρα οι μέσοι όροι μεταξύ δύο Ελλήνων συμφωνούν αρκετά μεταξύ-τους, συνεπώς οι Έλληνες τείνουν να συμφωνούν σχετικά με το ποια χαρακτηριστικά είναι “πρότυπα” και άρα “ωραία”. Αν όμως πάρουμε έναν Έλληνα και έναν Κογκολέζο, τότε οι πληθυσμοί που θα έχουν παρατηρήσει στη ζωή-τους αυτοί οι δυο άνθρωποι θα διαφέρουν αρκετά, άρα θα διαφέρουν και οι μέσοι όροι-τους, άρα και η άποψη για το τί είναι “ωραίο”. (Με τη διαφορά οτι ο Κογκολέζος θα έχει επηρεαστεί μάλλον ήδη αρκετά από τα Δυτικά πρότυπα, και σπάνια θα έχει αντίρρηση να τα φτιάξει με μια “λευκή”, ιδίως αν αυτή του εξασφαλίζει μόνιμη κατοικία στη Δύση· οπότε βλέπουμε οτι στην πράξη υπεισέρχονται πολλοί άσχετοι παράγοντες που κάνουν πολύπλοκη την κατάσταση.)

Αντικειμενικότητα επομένως δεν υπάρχει στην αντίληψη του “ωραίου”, γιατί δεν είναι ένας και μοναδικός, και ομοιογενής ο πληθυσμός του κόσμου βάσει του οποίου εκφέρουμε άποψη. Άλλωστε όπως είδαμε, ακόμα κι αν ήταν ένας και μοναδικός ο πληθυσμός του κόσμου, και όλοι οι άνθρωποι είχαμε δει στη ζωή-μας όλους τους άλλους ανθρώπους (και άρα οι μέσοι όροι-μας θα συνέπιπταν και θα είχαμε ταυτόσημη άποψη περί ωραιότητας), ακόμα και σ’ εκείνη την ιδεατή περίπτωση δεν θα συμφωνούσαν μαζί-μας τα ζώα, ή οι υποτιθέμενοι εξωγήινοι, ή οι υποτιθέμενοι υπολογιστές εφοδιασμένοι με τεχνητή νοημοσύνη. Πάλι θα ήταν υποκειμενικό το θέμα “ωραίο”, γιατί θα βασιζόταν στην ανθρώπινη κρίση. Για να δείτε ένα τελείως αντικειμενικό θέμα, πάρτε παράδειγμα την έννοια “ζεστότερο”. Για την έννοια αυτή δεν έχει σημασία αν αυτός που εκφέρει άποψη για το αν μια πέτρα είναι ζεστότερη από μια άλλη είναι άνθρωπος, ή άλλο ζώο, ή εξωγήινος, ή υπολογιστής: όλοι πρέπει να συμφωνήσουν με την ένδειξη ενός θερμόμετρου. Η ύπαρξη ενός εργαλείου όπως το θερμόμετρο κάνει την έννοια “ζεστότερο” αντικειμενική. Όμως για την ομορφιά δεν υπάρχει “ωραιόμετρο”, γιατί είναι έννοια υποκειμενική.

 

2. Το φαινόμενο “Ελένη Μενεγάκη” και άλλα παρόμοια

Αφού λοιπόν η ομορφιά είναι έννοια υποκειμενική, τί θέλω και ανακατεύομαι με την ομορφιά (ή ασκήμια) της Λενιώς-μας; Αν θέλει η πλειοψηφία των Ελλήνων να την αντιλαμβάνεται σαν όμορφη την κοπελιά, τέρμα και τελείωσε: εκεινών (των πολλών) τους φαίνεται έτσι, εμένα (και ίσως σε λίγους άλλους) μου φαίνεται αλλιώς, το θέμα είναι υποκειμενικό, άρα δεν υπάρχει τίποτε παραπάνω να πούμε, σωστά;

Λάθος. Υπάρχει.

Υπάρχει το θέμα του οτι, κατά την άποψή μου, μια γυναίκα σαν την Ελένη θα αποτύγχανε να τραβήξει μια δεύτερη αντρική ματιά επάνω-της τρεις με τέσσερις δεκαετίες πριν. Μπορεί και να περνούσε στο δρόμο απαρατήρητη. Άλλα ήταν τα πρότυπα ομορφιάς τότε, και θα φέρω ενδείξεις γι’ αυτό τον ισχυρισμό. Τελευταία — υποστηρίζω — τα πρότυπά μας έχουν υποστεί αλλοίωση, και μάλιστα εν πολλοίς εισαγόμενη, ξενόφερτη, που μας επιβάλλεται σε τοπικό επίπεδο από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (τηλεόραση κυρίως). Το θέμα δεν αφορά μόνο στην ομορφιά των γυναικών, αλλά σε πολλούς άλλους τομείς, όπως μουσική, ένδυση, κ.ά. Ας ξεκινήσουμε με την Ελένη.

Ή μάλλον δεν θα ξεκινήσουμε απλώς με την Ελένη, αλλά ταυτόχρονα με το χρονολογικά πρωτύτερο πρότυπο ελληνικής ομορφιάς: την Αλίκη.

 
 
Αλίκη Βουγιουκλάκη, 1963   Ελένη Μενεγάκη, 2006
 
Παρόλο που η Αλίκη δεν ήταν ποτέ το δικό-μου πρότυπο ομορφιάς, οφείλω να ομολογήσω οτι υπήρξε πρότυπο ομορφιάς για πολλούς άλλους Έλληνες του τελευταίου μισού του προηγούμενου αιώνα, κι αυτό που με απασχολεί δεν είναι οι προσωπικές-μου προτιμήσεις, αλλά οι προτιμήσεις της πλειοψηφίας των συμπατριωτών-μου, και το πώς έχουν αλλάξει μέσα στο χρόνο.

Επίσης να σημειώσω εδώ στα γρήγορα κάτι που μπορεί να σκέφτονται τώρα πολλοί αναγνώστες: με τις φωτογραφίες που παραθέτω δείχνω να επικεντρώνομαι στο πρόσωπο, ενώ η ομορφιά μιας γυναίκας βρίσκεται και αλλού, και για πολλούς άντρες, κυρίως αλλού. Παραδείγματος χάρη, οι παραπάνω δύο φωτογραφίες αποτελούν μέρη μόνο άλλων φωτογραφιών, όπου εκτίθενται και άλλες χάρες των συγκεκριμένων δύο Ελληνίδων. Ιδού:

 
 
 
Μα φυσικά, δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση οτι οι άντρες προσέχουν ένα σωρό άλλα σημεία σε μια γυναίκα, χώρια από το πρόσωπο. Αλλά όταν μιλάμε για πρότυπο ομορφιάς, και για “μια από τις ομορφότερες Ελληνίδες”, εννοούμε προφανώς πρότυπο και ομορφότερη σε όλα τα χαρακτηριστικά-της, όχι μόνο στα μισά! Έτσι δεν είναι; Δεν νομίζω οτι θα χαρακτηρίζατε σαν πρότυπο ομορφιάς μια γυναίκα που έχει μάτια καταπράσινα σαν σμαράγδια, χείλη κατακόκκινα σαν κεράσια, μάγουλα λεία σαν από βελούδο, στήθη ολοστρόγγυλα και αψεγάδιαστα σαν από αλάβαστρο, και μια μεγάλη μαύρη τριχωτή κρεατοελιά στο κούτελο! Σε ένα πρότυπο, όλα πρέπει να είναι υποδειγματικά. Έτσι λοιπόν, επαφίεται στη δική-μου ευχέρεια να επιλέξω εγώ το μέρος του ατόμου όπου θέλω να κάνω μια σύγκριση, και επιλέγω το πρόσωπο, γιατί εκεί βλέπω μια “μεγάλη μαύρη τριχωτή κρεατοελιά” σε μια από τις δυο κυρίες, μεταφορικά βέβαια μιλώντας (και κατά την υποκειμενική-μου κρίση πάντα). Αν κάποιοι άλλοι αναγνώστες επιμένουν να παραβλέπουν το πρόσωπο γιατί στραβώνονται από το στήθος, σας εφιστώ την προσοχή στο οτι η κυρία στ’ αριστερά δεν φοράει στηθόδεσμο, ενώ εκείνη στα δεξιά προφανώς φοράει, άρα τίθεται θέμα φυσικότητας σχήματος και σύγκρισης ανόμοιων ειδών· κ’ επίσης οτι η κυρία στ’ αριστερά δεν είναι γνωστό να πρόσθεσε ποτέ ενώσεις του χημικού στοιχείου πυρίτιο (στα αγγλικά: silicon) στο σώμα-της, ενώ η κυρία στα δεξιά δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε. Λόγω αυτών των τεχνητών διαφορών λοιπόν, ας μη συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια (μεταφορικά πάντα μιλάω), κι ας επικεντρωθούμε στα χαρακτηριστικά του προσώπου, που είναι κάπως λιγότερο επιδεκτικά σε τεχνητές παραμορφώσεις.(*)

Και μια τελευταία αλλά σημαντική υποσημείωση: Ελπίζω να μην προσβάλλω τους τυχόν πιστούς θαυμαστές της Αλίκης, που γνωρίζω οτι ακόμα υπάρχουν, με τη σύγκριση που επιχειρώ παρακάτω. Ελπίζω να μην τη θεωρήσουν “ιεροσυλία”. Σας θυμίζω οτι, πρώτον, η σύγκριση δεν αφορά σε καλλιτεχνικές αξίες κ’ επιδόσεις, ή σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, αλλά μόνο σε χαρακτηριστικά του προσώπου, και τίποτ’ άλλο. Επιπλέον, η σύγκριση δεν πρόκειται να αναδείξει τη μια γυναίκα σαν πιο όμορφη από την άλλη (αφού είπαμε η ομορφιά είναι υποκειμενική), αλλά να καταδείξει το οτι συν τω χρόνω έχουν αλλάξει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι συμπατριώτες-μας αντιλαμβάνονται την έννοια “ωραία γυναίκα”. Αυτό μόνο.

Πάμε λοιπόν να κάνουμε κάποιες μετρήσεις, ώστε να καταφέρουμε να καταλήξουμε σε συγκρίσεις.

 
 
Αλίκη = 0,73 λόγος μήκους στόματος διά απόστασης ματιών Ελένη = 0,86
 
Στις παραπάνω δύο φωτογραφίες σημείωσα τα μήκη του στόματος και της απόστασης των ματιών σαν x και y αντίστοιχα, και το λόγο (το πηλίκο) των δύο αυτών μηκών. Βλέπουμε οτι η Αλίκη έχει λόγο 0,73, ενώ η Ελένη σαφώς μεγαλύτερο: 0,86. Αυτός ο μεγαλύτερος λόγος είναι που με κάνει να αντιλαμβάνομαι το στόμα της Ελένης σαν “μεγάλο”. Μπορεί να μην είναι μεγάλο κατ’ απόλυτη τιμή, αλλά είναι μεγάλο σε σύγκριση με άλλες αποστάσεις πάνω στο πρόσωπό της, όπως η απόσταση των ματιών.

Τώρα, αν τύχει να διαβάσει τα παραπάνω κάποιος που να καταλαβαίνει από στατιστική, κινδυνεύω να δεχτώ πολύ επικριτικά σχόλια, γιατί παρουσιάζω δύο σκέτους αριθμούς, 0,86 και 0,73, και λέω οτι ο ένας είναι πιο μεγάλος απ’ τον άλλον. Χαίρω πολύ, προφανώς ο ένας είναι πιο μεγάλος, αλλά είναι σημαντικά μεγαλύτερος; Για παράδειγμα, και ο αριθμός 0,92 είναι μεγαλύτερος από τον 0,91, αλλά είναι “σημαντική” η διαφορά-τους (αυτός είναι όρος της στατιστικής), ή μήπως δικαιολογείται από τη μεγάλη διασπορά των αριθμών που μετρήσαμε; Το οτι ο 0,86 “διαφέρει σημαντικά” από τον 0,73 θα μπορούσα να το υποστηρίξω αν είχα αρκετά παραδείγματα “όμορφων γυναικών” της δεκαετίας του 1960, ώστε να έπαιρνα ένα δείγμα ικανοποιητικού μεγέθους, και μετά έδειχνα οτι ο λόγος 0,73 της Αλίκης δείχνει ν’ ανήκει στον πληθυσμό εκείνου του δείγματος, ενώ ο λόγος της Ελένης (0,86) θα ήταν τελείως απίθανο ν’ ανήκει στον ίδιο πληθυσμό. Αυτά όμως είναι πολύ ψιλά γράμματα, κ’ επιπλέον δεν διαθέτω τόσο πολλά μοντέλα ομορφιάς εκείνης της εποχής. Θα σας δείξω ένα μόνο, πασίγνωστο τότε: τη Μπριζίτ Μπαρντό. Και θα δούμε οτι οι λόγοι της Αλίκης και της Μπαρντό είναι αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον. Ιδού:

 
Μπριζίτ Μπαρντό, δεκαετία ’60 Μπ. Μπαρντό, πρόσωπο μόνον Λόγος Μπαρντό = 0,71
 
Βλέπουμε λοιπόν οτι ο συγκεκριμένος λόγος για τη Μπαρντό είναι 0,71, ελαφρά πιο μικρός κι από της Αλίκης. Αλλά σίγουρα οι δυο γυναίκες, Αλίκη & Μπαρντό, βρίσκονται σε διαφορετικό πεδίο τιμών απ’ αυτό της Ελένης. Θα μπορούσα να συνεχίσω βρίσκοντας και υπολογίζοντας τους λόγους και κανα-δυό άλλων γυναικών-προτύπων της προηγούμενης γενιάς, ιδίως Ελληνίδων (π.χ., Τζένη Καρέζη, Ζωή Λάσκαρη), αλλά δεν θέλω να κουράσω τον αναγνώστη. Άλλωστε αυτός ο λόγος που μέτρησα είναι ένα μόνο χαρακτηριστικό. Υπάρχουν κι άλλα.

Πάρτε για παράδειγμα το πόσο ψηλά ή χαμηλά στο κεφάλι είναι τοποθετημένα τα μάτια:

 
Αλίκη = 2,23 Μπαρντό = 2,49 Ελένη = 2,60
 
Η απόσταση x είναι το ύψος από το πηγούνι μέχρι το ανώτατο σημείο του μετώπου όπου αρχίζουν τα μαλλιά, ενώ η απόσταση y είναι από το ίδιο αυτό ανώτατο ύψος μέχρι το ύψος των ματιών. Εδώ βλέπουμε οτι η Αλίκη βρίσκεται σε τελείως διαφορετικό εύρος τιμών από τις άλλες δύο γυναίκες, έχοντας τη μικρότερη τιμή, 2,23.(*) Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Οι παλιότεροι θα θυμούνται οτι ένας τυπικός ρόλος που έπαιζε η Αλίκη στα ελληνικά έργα της εποχής ήταν αυτός του “σκανταλιάρικου / πονηρού / καλομαθημένου κοριτσόπουλου”. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, έπαιζε το νεαρό κορίτσι: από έφηβη μέχρι το πολύ εικοσάρα την ήθελαν οι αρχικοί ρόλοι-της. Η κατατομή του προσώπου-της λοιπόν τη βοήθησε σ’ αυτό, γιατί όσο πιο νεαρός σε ηλικία είναι ο άνθρωπος, τόσο μικρότερος είναι ο λόγος x/y που παρουσιάζω παραπάνω. Τα νεογέννητα μωρά έχουν τον μικρότερο λόγο x/y. Πάρτε για παράδειγμα τη μικρή-μου κόρη, την Αμαλία:
 
Αμαλία Φουνταλή, νεογέννητη
x/y = 2,19
Αμαλία, 1 έτους και 4 μηνών
x/y = 2,24
Αμαλία, 7 ετών
x/y = 2,34
Αμαλία, 12 ετών
x/y = 2,38
 
Όπως βλέπετε, ο λόγος x/y για την Αμαλίτσα-μου ξεκίνησε από 2,19 (τιμή κοινή για τα περισσότερα νεογέννητα), και έκτοτε αυξάνεται προοδευτικά, μέχρι τη σημερινή τιμή 2,38 στη φωτογραφία στα δεξιά (έτος 2008).(*) Η αντίστοιχη τιμή της Αλίκης Βουγιουκλάκη ήταν τόση όση ήταν της κορούλας-μου σε ηλικία 16 μηνών! Βέβαια δεν παίρνουμε υπόψη μία μόνο τιμή για να αποφασίσουμε “πόσο μωρουδιακό” μας φαίνεται ένα πρόσωπο. Υπάρχουν ένα σωρό άλλοι παράγοντες, άλλες μετρήσεις δηλαδή που κάνει το υποσυνείδητό μας αυτόματα, οπότε το 2,23 της Αλίκης δεν μας κάνει να πιστεύουμε οτι η ηλικία-της είναι μερικών μηνών! Υπάρχει ο λόγος της απόστασης των ματιών διά το μήκος του προσώπου, ο λόγος του μεγέθους των ματιών διά το μέγεθος του προσώπου, το σχήμα του προσώπου (πόσο στρογγυλό ή οβάλ είναι) και σίγουρα κι άλλοι που μου διαφεύγουν. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν μια “συνισταμένη” που μας ωθεί (υποσυνείδητα!) ελαφρά προς την έννοια “μικρό, αθώο κορίτσι” στην περίπτωση της Αλίκης, παρόλο που ξέρουμε πολύ καλά (ενσυνείδητα) οτι το 1963 (έτος εκείνης της φωτογραφίας) η Αλίκη θα πρέπει να ήταν γύρω στα 30 (συγκεκριμένα 29, γεννήθηκε το 1934). Άλλωστε η εποχή της Αλίκης έχει χαρακτηριστεί ως “η εποχή της αθωότητας”.(*)

Οι άλλες δύο γυναίκες όμως, στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό απέχουν αρκετά από αυτό του μικρού παιδιού. Πράγματι, η Μπαρντό (2,49) δεν μας φέρνει στο νου την έννοια “μικρό κορίτσι”, αλλά μάλλον την έννοια “σέξυ γυναίκα”, στα είκοσι με εικοσιπέντε, που δεν μοιάζει καθόλου “αθώα” όπως η Αλίκη, αλλά έτοιμη να παίξει το ρόλο της γυναίκας. Αυτό άλλωστε “πουλούσε” η Μπαρντό με τους ρόλους-της εκείνη την εποχή, της “γατούλας του σεξ”. (Ενώ η Αλίκη ήταν σκέτη “γατούλα”, σύμφωνα με ένα τραγούδι-της.)

Όσο για την Ελένη (2,60), το μόνο που μπορώ να πω είναι οτι στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό πλησιάζει μάλλον προς την έννοια “ώριμη γυναίκα”. Με το “ώριμη” δεν εννοώ “υπερήλικη”, αλλά σεξουαλικά ώριμη, “γεμάτη εμπειρίες”, κάτι τέτοιο. Μπορεί τα πιο πρόσφατα κριτήρια ελληνικής ομορφιάς, για τα οποία μιλούσα στην αρχή του κειμένου, να έχουν μετακινηθεί προς το “έμπειρη”, άρα μακριά από το “αθώα”. Δεν το λέω με βεβαιότητα, απλά το υποπτεύομαι στηριζόμενος στις παραπάνω ενδείξεις.

Τώρα, γιατί η έννοια “μικρό κορίτσι”, ή πιο γενικά “μικρό παιδί”, είναι ελκυστική προκειμένου για μια ενήλικη γυναίκα; Πρέπει να σημειώσω οτι εδώ δεν αναφέρομαι στην έννοια της παιδεραστίας. Πρόκειται για την πολύ πιο θεμελιώδη (από βιολογική/εξελικτική άποψη) έννοια της νεοτενίας, στην οποία αναφέρθηκα τηλεγραφικά λίγο νωρίτερα. Το “νεοτενία”, παρόλο που μοιάζει με ελληνική, είναι δάνεια λέξη: προέρχεται από το αγγλικό neoteny, κ’ εκείνο από το γερμανικό neotenie, που είναι τεχνητή λέξη, από το ελληνικό νέος + τείνω (κάτι σαν το “μοτοσυκλέτα” δηλαδή, όπου το ελληνικό “κύκλος” έκανε πινγκ-πονγκ στα ιταλικά και πάλι πίσω στα ελληνικά). Είναι λοιπόν η τάση (“τείνω”) μερικών οργανισμών να παραμένουν με νεανικά χαρακτηριστικά στην ενήλικη φάση της ζωής-τους. Π.χ. η μεξικανική σαλαμάνδρα “αξολότλ” μοιάζει με έμβρυο σαλαμάνδρας ακόμα κι όταν είναι ενήλικη. Μερικές ράτσες σκύλων (αυτοί που λέμε “του σαλονιού”) μοιάζουν με έμβρυο λύκου, ή με κουτάβι (δηλ. νεογέννητο λύκο) και γι’ αυτό είναι ελκυστικά σε μερικούς φιλόζωους. Μεταξύ λοιπόν των ειδών που παρουσιάζουν νεοτενία είναι και ο άνθρωπος, ιδίως στο θηλυκό φύλο. Όπως και στα νεογέννητα, ή μικρά παιδιά, το δέρμα των γυναικών είναι σχεδόν άτριχο και “τρυφερό” (λόγω του λίπους και του σχήματος των επιδερμικών κυττάρων)· ο λόγος μήκους κορμού προς μήκος ποδιών είναι πιο μεγάλος απ’ ότι στους ενήλικους άντρες (οι γυναίκες έχουν πιο “κοντά” πόδια σε σχέση με τον κορμό), όπως και τα παιδιά· η φωνή-τους είναι πιο παιδική, μερικές φορές ίδια με αυτή παιδιών ή νεαρών εφήβων οποιουδήποτε φύλου· κλπ. Αντίθετα λοιπόν με τους άλλους πιθήκους (χιμπαντζήδες, γορίλλες, κλπ.), οι άνθρωποι έχουν το χαρακτηριστικό της νεοτενίας, όπου τα πιο παιδικά χαρακτηριστικά μας ελκύουν περισσότερο. Έτσι, οι γυναίκες κάνουν τα μάτια-τους να μοιάζουν ακόμα πιο μεγάλα με το μέικαπ, αφού ο λόγος του εμβαδού των ματιών προς το εμβαδό του όλου προσώπου είναι πιο μεγάλος στα βρέφη (κοιτάξτε π.χ. τα μάτια της Αμαλίτσας στις εικόνες παραπάνω, ιδίως στην αριστερή) απ’ ότι στους ενήλικους. Φυσικά η γυναίκα δεν σκέφτεται ενσυνείδητα: “πρέπει να κάνω τα μάτια-μου να μοιάζουν πιο πολύ με μάτια βρέφους”! Αλλά ξέρει υποσυνείδητα οτι αυτό το χαρακτηριστικό είναι πιο ελκυστικό για τον άντρα: τα μεγαλύτερα μάτια. Αυτό που (συνήθως) δεν ξέρει είναι οτι αυτό συμβαίνει σ’ εμάς τους ανθρώπους λόγω της νεοτενίας-μας.

Ίσως (δική-μου άποψη αυτή) έτσι να εξηγείται και το θέμα (ή μάλλον το κοινωνικό πρόβλημα) της παιδεραστίας. Γιατί υπάρχει η παιδεραστία; Γιατί κάποιοι συνάνθρωποί μας έλκονται σεξουαλικά από τα παιδιά, ή ακόμα κι από τα βρέφη; Τους περισσότερους μας έλκουν τα βρέφη και τα μικρά παιδιά από άποψη στοργής και αγάπης πατρικής ή μητρικής (σ’ εμένα μάλιστα η έλξη αυτή είναι πολύ μεγάλη· μπορώ να παίζω με τις ώρες με ένα μικρούλι), και αυτού του είδους η έλξη έχει προφανή εξήγηση: γιατί προστατεύοντας τα βρέφη, ακόμα κι όταν δεν είναι παιδιά δικά-μας, βοηθούμε στη διάδοση γονιδίων του δικού-μας είδους, άρα και δικών-μας γονιδίων. Αλλά γιατί να υπάρχει η σεξουαλική έλξη σε κάποιους λίγους; Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στη νεοτενία: μας έλκουν τα νεοτενή χαρακτηριστικά, και “κανονικά” αυτό πρέπει να συμβαίνει με τα άτομα που είναι ώριμα σεξουαλικά· δηλαδή, ελκυστική είναι κανονικά η ενήλικη γυναίκα που παρουσιάζει παιδικά χαρακτηριστικά. (Τυπικό τέτοιο παράδειγμα η Αλίκη, όπως εξήγησα νωρίτερα.) Αλλά σε μερικές περιπτώσεις ο όρος “πρέπει το άτομο να είναι ενήλικο” απουσιάζει, γιατί κανένας βιολογικός μηχανισμός δεν είναι αεροστεγής και δεν εφαρμόζει στο 100% των περιπτώσεων. Οπότε μια μειοψηφία ατόμων έλκονται από τα παιδιά, ανεξαρτήτως φύλου, αφού αυτά έχουν εκ προοιμίου τα παιδικά χαρακτηριστικά. Και πάλι όμως θα τονίσω οτι αυτές είναι σκέψεις δικές-μου, όχι κάτι που έχω διαβάσει σε επιστημονικά άρθρα. Αυτό που είναι επιστημονικά αποδεκτό μέσω παρατηρήσεων και μετρήσεων είναι η ύπαρξη της νεοτενίας στο ανθρώπινο είδος.

Θα κλείσω αυτή την ενότητα των μετρήσεων με μία μόνο επιπλέον, γιατί υπάρχουν δεκάδες που μπορούν να γίνουν (και με τις οποίες πιθανά ασχολείται το υποσυνείδητό μας, χωρίς να ξέρουμε με ποιες), και προφανώς δεν μπορώ να ασχοληθώ με όλες. Θέλω να μετρήσω λοιπόν το λόγο της επιφάνειας του τμήματος του προσώπου κάτω από τη μύτη, διά την επιφάνεια του τμήματος πάνω από τη μύτη. Το κάνω αυτό γιατί η Ελένη μου δίνει την αίσθηση της γιγαντιαίας σιαγόνας (των “Jaws” του Spielberg, που ανέφερα στην εισαγωγή αστειευόμενος), και θέλω να έχω μια αριθμητική τιμή σαν επαλήθευση αυτής της αίσθησης. Πάμε λοιπόν:

 
Αλίκη = 0,51 Μπαρντό = 0,52 Ελένη = 0,70
 
Νομίζω πως οι αριθμοί(*) μιλάνε από μόνοι-τους. Οι λόγοι της Αλίκης και της Μπαρντό βρίσκονται ουσιαστικά στην ίδια τιμή, γύρω στο 0,5. (Ειλικρινά με εξέπληξε ελαφρά αυτό — περίμενα οτι η Αλίκη θα είχε σημαντικά μικρότερη τιμή ακόμα κι από κείνην της Μπαρντό.) Αυτή η τιμή σημαίνει οτι το πρόσωπό τους πάνω από τη μύτη είναι δύο φορές μεγαλύτερο από την επιφάνειά του κάτω απ’ τη μύτη. Αλλά η τιμή για τον ίδιο λόγο της Ελένης βρίσκεται σε τελείως διαφορετική κατηγορία. Αυτό συμβαίνει γιατί το πρόσωπό της έχει γιγαντιαία κάτω γνάθο, που απομακρύνει το χαρακτηριστικό αυτό από την τιμή–πρότυπο του παρελθόντος. (“Γιγαντιαία” κατά την προσωπική-μου αντίληψη· κατά την αντίληψη των περισσότερων συμπατριωτών-μου υποθέτω οτι η κάτω γνάθος-της είναι “κανονική”.)

Επαναλαμβάνω οτι με τις παραπάνω μετρήσεις (λόγους διαφόρων μηκών και εμβαδών) δεν επιχειρώ να ισχυριστώ οτι η μια γυναίκα είναι πιο όμορφη απ’ την άλλη, αλλά οτι είναι διαφορετική απ’ την άλλη. Βέβαια το “διαφορετική” δεν το εννοώ με την έννοια την καθομιλούμενη, αφού κάθε άνθρωπος φαίνεται διαφορετικός από κάθε άλλον (εκτός αν πρόκειται για ομοζυγωτικά δίδυμα), αλλά διαφορετική σαν πρότυπο, με βάση κάποια μετρήσιμα χαρακτηριστικά.

 

3. Γενίκευση, και προέλευση των διαφορετικών κριτηρίων

Δεν είναι όμως μόνο τα κριτήρια της γυναικείας ομορφιάς που έχουν αλλάξει διαμέσου των δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και σε πολλά άλλα θέματα όπου έχουμε κάποια αίσθηση του τί είναι “της μόδας”, “αισθητικά σωστό”, κλπ. Θα αναφέρω σαν παράδειγμα το θέμα της ένδυσης, και μάλιστα των ανδρών, γιατί η γυναικεία μόδα αλλάζει τόσο γρήγορα που είναι αδύνατο να την παρακολουθήσει κανείς και να βγάλει κάποιο συμπέρασμα περί διαχρονικών χαρακτηριστικών-της. Θέλω λοιπόν να παρατηρήσουμε το μήκος των σορτς (“κοντών” παντελονιών) που φορούσαν οι άντρες, παλιότερα και τώρα.
 
 
Βασίλης Χατζηπαναγής,
δεκαετία 1970
  Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα,
δεκαετία 2000
 
Αριστερά βλέπουμε παράδειγμα των παντελονιών που φορούσαν οι αθλητές τη δεκαετία του ’70, και δεξιά αυτά που θεωρούνται “κοντά” πανταλόνια στις μέρες-μας. Διάλεξα επίτηδες δύο “πρότυπα” αθλητών, γιατί τα πρότυπα είναι που βλέπουν τα μικρά παιδιά και θέλουν να τους μοιάσουν. Αριστερά είναι ο Βασίλης Χατζηπαναγής, που ψηφίστηκε στις αρχές του 21ου αιώνα (το 2003) ως ο μεγαλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών (τύποις “των τελευταίων 50 ετών”, αλλά δεδομένου οτι κανείς προ του 1953 ή από το 2003 μέχρι σήμερα δεν θα στεκόταν σε σοβαρή σύγκριση με το Βασίλη, για μένα εκείνη η ψηφοφορία μεταφράζεται σε “όλων των εποχών”). Δεξιά ο Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα, για πολλούς ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών (τίτλος που αμφισβητείται από πολλούς άλλους, που προτιμούν τον Πελέ). Ο Μαραντόνα είναι σε μια πρόσφατη φωτογραφία (πιστεύω το 2008), σε μια επίδειξη ζογκλερικών με μπάλα.

Βλέπετε τί φοράνε οι άντρες τώρα; Σαλβάρια για παλιάτσους! Αυτά τα “κοντά” πανταλόνια είναι τόσο μακριά που κινδυνεύει κανείς να τα πατήσει στο περπάτημα. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατό να μην επηρεάζουν αρνητικά αυτές οι βράκες την απόδοση των παικτών, ειδικά σε αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο, που απαιτεί ευελιξία των ποδιών· αλλά και το μπάσκετ, όταν οι αθλητές κάνουν τη γνωστή ντρίμπλα περνώντας τη μπάλα ανάμεσα από τα πόδια. Είναι δυνατό να μη μπαίνει μέσ’ τη μέση αυτό το γελοίο σώβρακο;

Φαίνεται όμως οτι οι ίδιοι οι αθλητές έχουν διαφορετική άποψη. Ή μάλλον τους έχουν πείσει οτι το σωστό είναι να διαφωνούν με την άποψή μου. Τυχαίνει να είμαι πολύ φίλος με το Νίκο Σταυρόπουλο, που οι παλιοί θα θυμούνται σαν έναν απ’ τους μεγαλύτερους Έλληνες μπασκετμπολίστες τη δεκαετία του ’80, βασικό στέλεχος του ΠΑΟΚ, όπως και μέλος της Εθνικής, αυτής που κατέκτησε το Ευρωπαϊκό κύπελλο το 1987. Λόγω της φιλίας-μου με το Νίκο, τυχαίνει να βρίσκομαι μερικές φορές σε συναθροίσεις αθλητών — παλαιών και νέων — χωρίς να έχω σχέση με το μπάσκετ, αλλά απλά συνοδεύοντας το φίλο-μου. Έτυχα έτσι σε μια τέτοια συνάντηση το Σεπτέμβριο του 2007, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα ο διάσημος παλιός Αμερικανός μπασκετμπολίστας Μάτζικ Τζόνσον, για να υποστηρίξει έναν αγώνα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. (Ορίστε μερικές φωτογραφίες από το γεγονός.) Τον αγώνα θα έδιναν οι παλιοί διεθνείς, αυτοί που είχαν κερδίσει το κύπελλο Ευρώπης το 1987, εναντίον των νεαρών παικτών του σήμερα (της εθνικής Νέων), που κι αυτοί είχαν κερδίσει κάποια πρόσφατη διάκριση. Μαζευτήκαμε λοιπόν σ’ ένα ξενοδοχείο πριν τον αγώνα, και παρακολουθούσα τη συζήτηση που είχαν πιάσει οι παλιοί διεθνείς. Ήταν γύρω-μου, εκτός από το Νίκο Σταυρόπουλο, οι Παναγιώτης Γιαννάκης, Φάνης Χριστοδούλου, Παναγιώτης Φασούλας, Αργύρης Καμπούρης, Νίκος Φιλίππου, Μιχάλης Ρωμανίδης, και άλλοι που δεν τους θυμάμαι, όπως και ο τότε κόουτς, ο Κώστας Πολίτης — ίδιος και απαράλλαχτος, ο μόνος που δεν είχε αλλάξει καθόλου από το μακρινό 1987. Μόνο ο Νίκος Γκάλης έλειπε, που συνήθως επιλέγει ν’ απέχει απ’ αυτά τα πανηγυράκια — δεν τα μπορεί ο άνθρωπος, και τον καταλαβαίνω απόλυτα. Άκουσα λοιπόν κάποιον από την ομήγυρη να λέει το εξής, ενθυμούμενος τις παλιές δόξες: «... και μας έβγαλαν μια φωτογραφία δίπλα-δίπλα, ξέρεις, μ’ εκείνα τα κοντά παντελονάκια!» Και αμέσως, κουνώντας το κεφάλι σκεφτικά, πρόσθεσε: «Τί μας φορούσαν τότε!...», εννοώντας το πόσο γελοία του φαίνονταν τώρα τα κοντά παντελονάκια του τότε. Δεν θυμάμαι να σας πω ποιος ακριβώς το είπε αυτό. Ο Γιαννάκης με τον Πολίτη συζητούσαν λίγο πιο πέρα, και ο Φασούλας με κουστουμιά — δήμαρχος Πειραιά γαρ! — είχε απλωμένες τις σουρρεαλιστικά ατελείωτες αρίδες-του ακόμα πιο μακριά-μου. Άρα ήταν κάποιος απ’ τους άλλους, αλλά όποιος και να το είπε, το σίγουρο είναι οτι οι υπόλοιποι συμφωνούσαν μαζί-του· ήταν κοινή διαπίστωση αυτό, το “κοίτα να δεις τί μας φορούσαν τότε!”.

Το περιστατικό μου έκανε πολλή εντύπωση. Κατάλαβα οτι το τί είναι αισθητικά “ωραίο” είναι καθαρά υποκειμενικό, αφού οι ίδιοι αθλητές θα είχαν τελείως διαφορετική αντίληψη παλιότερα. Τότε θα βλέπαν τα σημερινά σορτσάκια όπως τα βλέπω εγώ τώρα: σαν σαλβάρια. Είναι δυνατόν αθλητές–πρότυπα, όπως οι εικονιζόμενοι παρακάτω αριστερά, να πίστευαν τότε οτι τα παντελονάκια-τους “παραείναι κοντά”;

 
 
Νίκος Γκάλης,
από το πρωτάθλημα
Ευρώπης 1987
Γιόχαν Κρόιφ –
Γιώργος Κούδας,
δεκαετία 1970
  Ο συγγραφέας με το Βασίλη Σπανούλη, Ιούνιος 2007.
Θαυμάστε ομορφιές: εγώ είμαι σαν να μου ’χει πέσει το σώβρακο.
Πάντως του Βασίλη η φουστανελοβερμούδα την τρώει λάχανο τη δική-μου.
 

Νά τί εννοούν σαν σορτσάκι σήμερα οι νεαροί αθλητές.
Αδύνατον. Ίσα-ίσα μάλιστα, εμένα τα τωρινά “σώβρακα” μου φαίνονται όχι απλώς αντιαισθητικά, αλλά και αντι-αθλητικά. Δηλαδή πιστεύω οτι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να μειώνουν την απόδοση των αθλητών, όπως προανέφερα. Αυτό θα ήθελα να το μετρήσω κάποτε, κ’ επειδή κάθε καλοκαίρι βοηθάω το φίλο-μου το Νίκο σ’ ένα camp για παιδάκια και εφήβους που οργανώνει εκείνος στη Θεσσαλονίκη, έχω τα μέσα να το κάνω, αρκεί να πείσω το φίλο-μου οτι αξίζει τον κόπο να ντύσουμε μερικά παιδάκια με “παλιομοδίτικα” σορτσάκια για κανα-δυό ώρες, προκειμένου να κάνουμε κάποιες μετρήσεις δεξιοτήτων με τη μπάλα (τη μια με πραγματικά κοντά παντελονάκια και την άλλη με “μοντέρνα” σαλβάρια, ώστε να συγκρίνουμε την απόδοση). Αλλά μέχρι να κάνω τις μετρήσεις-μου είμαι υποχρεωμένος να παρουσιάσω το παραπάνω (περί μειωμένης αθλητικής απόδοσης) σαν μια απλή ιδέα, που μπορεί να είναι και λάθος.

Όμως όποιοι αντικειμενικοί λόγοι και να υπάρχουν εναντίον της επιμήκυνσης των “κοντών” παντελονιών — που πλέον μόνο κοντά δεν είναι — το γεγονός είναι οτι το τί φορούν οι αθλητές σήμερα δεν υπαγορεύεται απλώς από αθλητικούς λόγους, αλλά και από εμπορικούς. Το μακρύτερο ρούχο, καί πιο πολύ ύφασμα απαιτεί (άρα με πιο υψηλή τιμή κοστολογείται), καί μεγαλύτερη επιφάνεια διαθέτει για τη διαφήμιση χορηγών στην περίπτωση αθλητικών ειδών.



Αυτός ο μικρούλης σίγουρα θα νομίζει οτι φοράει μαγιό!


Πολύ στυλάκι αυτός ο τύπος.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και με τα αντρικά μαγιό. Κάποτε, πριν τρεις–τέσσερις δεκαετίες, τα αντρικά μαγιό ήταν όπως έπρεπε να είναι, δηλαδή κάλυπταν μόνο αυτά που θεωρούνταν απαραίτητο να καλύπτονται: τη γεννητική περιοχή και τους γλουτούς. Τώρα είναι κι αυτά σαν δανεικά σώβρακα, σαν τις σκελέες που φορούσαν οι παππούδες-μας. Και δεν θα το θεωρούσα σημαντικό να το αναφέρω αυτό, αν δεν είχαμε κ’ εδώ μια περίπτωση όπου υπάρχει θέμα όχι μόνο αντιαισθητικότητας, αλλά και μείωσης της λειτουργικότητας. Κανονικά επιμένω να φοράω ακόμα τα παλιού στυλ μαγιό στη θάλασσα, αλλά όταν φόρεσα μια φορά ένα απ’ αυτά τα “μοντέρνα” (επειδή είχα ξεχάσει να πάρω μαζί-μου κάποιο απ’ τα παλιά), διαπίστωσα οτι όταν βγήκα απ’ τη θάλασσα το πράγμα αυτό, ένα λαχανί-πράσινο σίχαμα, κολλούσε στα πόδια-μου σαν υπερφυσική τσιχλόφουσκα. Κυριολεκτικά δηλαδή “μπερδευόταν στα μπούτια-μου”. Έχω δει κι άλλους άντρες μ’ αυτά τα γελοία φουστανελοειδή να τους κολλάνε πάνω-τους όταν βγαίνουν απ’ το νερό, και να τα τραβάνε για να ξεκολλήσουν από δω κι από κει, σε σημείο που να σκέφτεσαι, «Νά, τώρα θα τραβήξουν και τίποτ’ άλλο μαζί με το ύφασμα και θα γελάσει ο πάσα πικραμένος!» Γιατί όμως δέχονται να γίνουν γελοίοι οι άνθρωποι; Διότι πείθονται, βλέποντας τα πρότυπά τους, οτι αυτό είναι το “σωστό”, το “μοντέρνο”, το “ιν”, το “κουλ”, άσχετα αν το πράγμα τους κάνει να μοιάζουν με αποτυχημένους κλόουν του παρεπιδημούντος τσίρκου, του οποίου ο ελέφαντας τους τσαλαπάτησε το εσώρουχο.

Συνεχίζω όμως να διατυπώνω την αποστροφή-μου γι’ αυτά τα “δυτικού τύπου σαλβάρια”, ενώ έχω ήδη υποστηρίξει οτι το “ωραίο” είναι καθαρά υποκειμενικό. Τί στην ευχή λοιπόν, υπάρχει τίποτα το αντικειμενικό στην κρίση-μου;

Νομίζω πως κάτι υπάρχει, που έχει να κάνει με τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος. Κοιτάξτε τις παρακάτω εικόνες, και κρίνετε μόνοι-σας:

 
 
“Αρχαίο”
παντελονάκι
  κανονικές
αναλογίες
σώματος
  “Μοντέρνο”
παντελονάκι
  Αναλογίες όπως
γίνονται αντιληπτές
με τα “σαλβάρια”
 
Βλέπετε τί εννοώ; Νομίζω πως τα πραγματικά κοντά παντελόνια (τα “αρχαία”) διατηρούν τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, δηλαδή το λόγο του ύψους του ανθρώπου διά το μήκος των ποδιών-του, μέχρι τη μέση. Η αναλογία αυτή είναι δεδομένη, εντυπωμένη διά παντός στον εγκέφαλό μας. Αυτό συμβαίνει γιατί εξελιχθήκαμε για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια δεχόμενοι στην αντίληψή μας μια συγκεκριμένη τιμή σαν “σωστή” γι’ αυτή την αναλογία. Αντίθετα, τα “μοντέρνα” σωβρακοειδή παραποιούν την αναλογία. Φυσικά γνωρίζουμε πολύ καλά ενσυνείδητα οτι η μέση του ανθρώπου δεν είναι εκεί που δείχνει το σχεδιάγραμμα στα δεξιά. Όμως είπαμε, άλλο το τί συμπεραίνουμε ενσυνείδητα με χρήση της κοινής λογικής, κι άλλο το τί υπολογίζει και αντιλαμβάνεται το υποσυνείδητό μας αυτόματα, χωρίς το συνειδητό-μας έλεγχο. Η αίσθηση του “ωραίου” είναι αποτέλεσμα του υποσυνειδήτου, όχι της λογικής κρίσης. (Γι’ αυτό π.χ. δυσκολευόμαστε πολύ να εξηγήσουμε γιατί μας αρέσει ένας πίνακας ζωγραφικής.)

Υπάρχουν κι άλλοι τομείς όπου τα κριτήρια του “αποδεκτού” και “ωραίου” έχουν αλλάξει σημαντικά τον τελευταίο καιρό, στους οποίους δεν θέλω ν’ αναφερθώ με λεπτομέρειες, αλλά επί τροχάδην. Υπάρχει λόγου χάρη ο πολύ σημαντικός τομέας της μουσικής, για τον οποίο με συντομία θα πω τα εξής. Από τα παλιά χρόνια (προπολεμικά) μέχρι και τις δεκαετίες του ’60 και ’70, υπήρχε παραγωγή όχι απλώς ελληνικής μουσικής, αλλά παραγωγή ελληνικών ειδών μουσικής, τεχνοτροπιών δηλαδή, όπως το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το ελαφρολαϊκό, το έντεχνο. Αυτά τα είδη έδωσαν τον ορισμό του τί είναι ελληνική μουσική, τότε. Καθόρισαν αυτά που άκουγε ο ξένος και αντιλαμβανόταν σαν “ελληνική μουσική”. Ακόμα κι αν το μόνο που είχε ακούσει ο ξένος ήταν το συρτάκι, ακόμα κι αυτό ήταν είδος ελληνικής μουσικής, έστω κι αν ήταν κάπως φτιαχτό και τουριστικό είδος — πάντως ούτε οι Τούρκοι έχουν συρτάκι, ούτε οι Βιετναμέζοι. Ο πιο ψαγμένος (ξένος) θα μάθαινε για το ζεϊμπέκικο με τον περίεργο ρυθμό-του στα 9/8, για τα ρεμπέτικα και τις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκαν και τραγουδιόνταν, για τη μετέπειτα έντεχνη μουσική των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, και άλλων, και λοιπά. Όλα αυτά ήσαν ντόπια, εγχώρια προϊόντα (με κάποιες ξένες επιρροές φυσικά, ανατολικές και δυτικές — τίποτα δεν γεννιέται εκ του μηδενός). Σήμερα τί είδους μουσική παράγεται; Ευροβιζιονικές αηδίες, νηπιακής ποιότητας, κατάλληλες για τα παιδιά που παίρνουν τα κινητά ανά χείρας και ψηφίζουν στο γνωστό ετήσιο Ευρωπαϊκό πανηγυράκι· “τραγούδια” που ζουν για ένα χρόνο το πολύ, όσο και η διάρκεια της μνήμης του νηπιακού κοινού-τους. Κάποτε τα τραγούδια γράφονταν από ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, οι οποίοι μετέτρεπαν σε μουσική τα βιώματα και τα αισθήματά τους. Τώρα γράφονται από νεαρά άτομα που τους λείπουν τα βιώματα αλλά που πληρώνονται αδρά, και απευθύνονται σε ακόμα νεαρώτερα. Κάποτε τα τραγούδια είχαν μελωδία, γιατί παράγονταν από τη μετατροπή του συναισθήματος σε μουσική. Τώρα υπάρχουν και “κομμάτια” (δεν τολμώ να τα ονομάσω “τραγούδια”) στα οποία η μελωδία λείπει τελείως, είναι σκέτος ρυθμός — η γνωστή “ραπ” — γιατί παράγονται μηχανικά, δέκα κομμάτια ένα τάληρο, ακόμα και υπολογιστές θα μπορούσαν να ξερνάνε αυτά τα εμβατήρια. Στο θέμα αυτό υπεισέρχονται πολλοί άλλοι παράγοντες, πέρα από το θέμα της αίσθησης περί “ωραίου”, γιαυτό δεν μπορώ να επεκταθώ, καθώς θα βγω εκτός θέματος. Υπάρχει π.χ. ο παράγοντας του οτι όπως το πολύ μικρό παιδί δεν έχει αναπτυγμένη την αίσθηση της γεύσης, και δέχεται σαν γεύμα τις μωρουδιακές φρουτόκρεμες που κάνουν τους ενήλικους να απορούν πώς τα τρώνε αυτά τα “μιαμιά” τα μωρά αδιαμαρτύρητα, όπως τα νήπια δεν μπορούν να ευχαριστηθούν ένα στιφάδο ή ένα ιμάμ μπαϊλντί, έτσι και με την αίσθηση της μουσικής: οι έφηβοι και οι νεαροί εικοσάρηδες (αγόρια και κορίτσια) δεν έχουν αναπτύξει ακόμα το αισθητήριο της μελωδίας, οπότε αν το μόνο που τους δίνουνε ν’ ακούσουν είναι “μιαμιά”, αυτά θα συνηθίσουν κι αυτά θα τους αρέσουνε. Αν ότι ακούνε δεν έχει μελωδία παρά μόνο ρυθμό, δεν θα μάθουν ποτέ τί εστί μελωδία, και δεν θα το καταλάβουν όταν τύχει να φτάσει στ’ αυτιά-τους κάποια από το παρελθόν. Το δε τραγικό είναι οτι όχι μόνο δεν καταλαβαίνουν τί εστί μελωδία, αλλά δεν καταλαβαίνουν ούτε καν το οτι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν, με αποτέλεσμα να λοιδωρούν(*) τα ακούσματα του παρελθόντος, νομίζοντας πως το δικό-τους, άγουρο, άξεστο, και ασχημάτιστο μουσικό κριτήριο είναι σε θέση να μετρήσει και να κρίνει(*) οτιδήποτε μοιάζει με μουσική. Αυτά μπορώ να πω εδώ εν συντομία — αν ο αναγνώστης ενδιαφέρεται για το θέμα αυτό, αναπτύσσω κάπως περισσότερο την άποψή μου περί μουσικής στη σελίδα αυτή.

Ανέφερα όμως το θέμα της μουσικής, έστω και επί τροχάδην, για ένα λόγο: γιατί μας δείχνει ανάγλυφα την προέλευση, το “από πού μας έρχονται” αυτά τα μοντέρνα ακούσματα. Γιατί βέβαια οι Έλληνες δεν δημιούργησαν καμιά ραπ, απλώς την αντέγραψαν και την αντιγράφουν, μαϊμουδίζοντας το πρωτόγονο(*) αυτό στυλ διασκέδασης. Από κει λοιπόν που μας ήρθε η ραπ, από κει μας ήρθαν κ’ ένα σωρό άλλα, όπως και τα σορτσάκια που φτάνουν σχεδόν ως τον αστράγαλο. Από κει μας έγινε εισαγωγή των νέων-μας κριτηρίων για το τί είναι αισθητικά σωστό, “ιν”, και “κουλ”.

Επειδή έζησα για πάνω από μια δεκαετία στην Αμερική (από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ως τα μέσα της επόμενης), είχα την ευκαιρία να γίνω μάρτυρας αυτής της εξάπλωσης των διαφορετικών κριτηρίων από πρώτο χέρι. Έβλεπα π.χ. φαρδιά πανταλόνια (παρόμοια με αυτά που είχαν γίνει και παλιότερα της μόδας, το ’70, και τα λέγαμε “καμπάνα”, μόνο που τα τωρινά έχουν όλο το μπατζάκι φαρδύ σαν φουγάρο) να γίνονται δημοφιλή μεταξύ των νεαρών στην Αμερική. Ερχόμουν για ένα σύντομο ταξιδάκι στην Ελλάδα — πουθενά τέτοια πανταλόνια. Επισκεπτόμουν μετά από δύο χρόνια πάλι την Ελλάδα, και νά: τώρα οι νεαροί και νεαρές φορούσαν αυτά, τα ελεφάντινα φουγαροειδή (χωρίς να ξέρουν οτι παρόμοια κάποτε φορούσαν κ’ οι γονείς-τους). Έβλεπα στην Αμερική τα “κοντά-αλλά-μακριά” πανταλόνια, εκείνα τα ερείπια για το τσίρκο που περιέγραψα παραπάνω, νά-σου-τα και στην Ελλάδα μετά από μερικά χρόνια. Το ίδιο και με τη ραπ, το ίδιο και με τα τατουάζ(*) στο σώμα, το ίδιο και με τα μαλλιά τα κολλημένα με ζελέ, που κάνουνε μια φάτσα σαν να την έχει γλείψει γάιδαρος, το ίδιο και με ένα σωρό άλλα πράγματα που γίνανε “της μόδας” πρόσφατα. Είναι σαν η Αμερική να αποτελεί το επίκεντρο μιας πηγής που “παράγει” κάτι, το οποίο μεταφέρεται κατά κύματα στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό το “κάτι” μερικές φορές είναι καλό, όπως η συνήθεια του να πλενόμαστε πιο συχνά από “κάθε Σάββατο” και να μη βρομάμε το καλοκαίρι σαν ξινισμένα μούσμουλα. Όμως τις περισσότερες φορές το made in the U.S.A. είναι είτε αηδία, είτε βλακεία. Αηδία είναι όταν η μουσική χάνει τη μελωδία-της και γίνεται σκέτος ρυθμός, και βλακεία όταν οι νέοι τρυπούν το σώμα-τους και περνούν χαλκάδες σε διάφορα μέρη νομίζοντας οτι έτσι αποσπούν την προσοχή των συνομηλίκων-τους καλύτερα από πριν, αλλά στην πραγματικότητα κινδυνεύοντας από τραγικές καταστάσεις υγείας.(*)

Αυτή η “εισαγωγή προτύπων” επεκτείνεται και σε θέματα όπως το πώς αντιλαμβανόμαστε ένα ωραίο πρόσωπο, για να κλείσω επανερχόμενος στο θέμα με το οποίο άρχισα. Κοιτάξτε τις κοπέλλες που συμμετείχαν σε πρόσφατα ελληνικά καλλιστεία. Μερικές απ’ αυτές έχουν τελείως Αμερικανική κατατομή. Ρίξτε μια ματιά στις παρακάτω δύο νεαρές:

 
 
Ελένη Τσίκλου, 2008   Ρία Αντωνίου, 2008
 
Δεν είναι οτι οι γυναίκες στην Ελλάδα μοιάζουν πολύ μ’ αυτές· είναι οτι οι κοπέλλες που μοιάζουν με Αμερικάνες προκρίνονται σε τέτοιους διαγωνισμούς ομορφιάς και περνάνε για “όμορφες Ελληνίδες”.(*) Στην πραγματικότητα όμως είναι όμορφες σύμφωνα με τα πρότυπα που μας εισάγονται από τα σήριαλ, τις ταινίες του Χόλλυγουντ, κλπ. Προσωπικά δεν μου φαίνονται άσχημες, αλλά γνωρίζω οτι και τα δικά-μου πρότυπα είναι επηρεασμένα από τα Δυτικά, όπως και κάθε άλλου Έλληνα. Αυτό που υποπτεύομαι είναι οτι πριν από μερικές δεκαετίες αυτές οι κοπέλλες θα μοιάζαν κάπως “ξενόφερτες” στη χώρα-μας.
 

4. Συμπέρασμα

Ο αναγνώστης μπορεί να συμπεράνει από τα παραπάνω οτι υποστηρίζω δύο αντιφατικές ιδέες: αφενός μεν οτι η αίσθηση του “ωραίου”, η ομορφιά δηλαδή, είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό, κι αφετέρου οτι επιτίθεμαι εναντίον της ασχήμιας κάποιων μοντέρνων καταστάσεων (ένδυσης, μουσικής, κλπ.) προσπαθώντας να εξηγήσω πού βρίσκεται η ασχήμια αντικειμενικά. Δεν φάσκω και αντιφάσκω;

Όχι, δεν υπάρχει αντίφαση στα παραπάνω. Ένα γυναικείο πρόσωπο που θα συγκινήσει έναν άντρα, ένα ηλιοβασίλεμα που θα συγκινήσει ένα ζωγράφο, ένα κυκλάμινο στολισμένο με δροσοσταλίδες που θα συγκινήσει έναν ποιητή, μια “μικρή λευκή αχιβάδα” που συγκίνησε κάποτε ένα Χατζιδάκι, όλα αυτά είναι φυσικά αντικείμενα, δηλαδή υπάρχουν στον φυσικό κόσμο ανεξάρτητα από τη θέληση, την εφευρετικότητα, και τις επινοήσεις-μας. Γι’ αυτά, τα φυσικά αντικείμενα λοιπόν, ισχύει η αρχή οτι η αντίληψη της ωραιότητάς τους είναι υποκειμενική, για τον εξής λόγο: απαιτείται ένας πληθυσμός όντων με νοητικές ικανότητες, τα οποία εκτελούν κάποιους υπολογισμούς υποσυνείδητα, και αποφασίζουν το βαθμό της ωραιότητας βάσει κάποιων κριτηρίων. Προκειμένου για ένα πρόσωπο, τα κριτήρια αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν το πόσο κοντά στο μέσο όρο (στην “τελειότητα”) είναι κάποια χαρακτηριστικά, ή πόσο μας θυμίζουν χαρακτηριστικά νεαρής ηλικίας, κλπ., και αυτή η προτίμηση υπάρχει για λόγους βιολογικής εξέλιξης και επιβίωσης. Προκειμένου για ένα ηλιοβασίλεμα, ένα κυκλάμινο, κλπ., τα κριτήρια μπορεί να σχετίζονται με το πόσο έντονα ή ακραία είναι κάποια χαρακτηριστικά (π.χ. χρώματα, οσμές). Σημειώστε οτι στα ακραία περιλαμβάνεται και η μαθηματική (γεωμετρική) απλότητα και συμμετρία κάποιων σχημάτων, όπως μιας αχιβάδας, ενός κοχλία, μιας μαργαρίτας, κλπ. Επίσης ακραία μπορεί να είναι και τα επιθυμητά χαρακτηριστικά των σεξουαλικών οργάνων (μέγεθος στήθους, μέγεθος ανδρικού μορίου).

Αντίθετα, το μήκος των σορτς, τα είδη μουσικής που ακούμε, ο τρόπος που διακοσμούμε/στιγματίζουμε το σώμα-μας, και άλλα παρόμοια, δεν είναι φυσικά αλλά τεχνητά θέματα, προϊόντα της ανθρώπινης εφευρετικότητας και επινόησης. Δεν υπάρχουν στον φυσικό κόσμο ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, και δεν υπήρχαν καθόλου στο σύμπαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν, δηλαδή πριν από την εμφάνιση του είδους-μας. Γι’ αυτά τα θέματα υποστηρίζω οτι — κατά κάποιον τρόπο αντίθετα με αυτό που υπαγορεύει η κοινή λογική — υπάρχουν κριτήρια που είναι ας πούμε “αντικειμενικά μέσα στην υποκειμενικότητα” για το τί είναι “σωστό”, αρμονικό, κλπ. Π.χ. το μήκος των σορτς σχετίζεται με την αντίληψη των αρμονικών αναλογιών του ανθρώπινου σώματος. Οι αναλογίες αυτές είναι υποκειμενικές (άλλος ο λόγος ποδιών/σώματος για έναν άνθρωπο, και άλλος για ένα γορίλλα), αλλά το μήκος των σορτς πρέπει αντικειμενικά να μην παραμορφώνει αυτή την υποκειμενική αντίληψη. Αυτό εννοώ όταν λέω οτι τα κριτήρια είναι “αντικειμενικά μέσα στην υποκειμενικότητα”. Δηλαδή: η αναλογία μπορεί να είναι υποκειμενικά ωραία, αλλά η παραμόρφωσή της μπορεί να ανιχνευθεί κι από ένα κομπιουτεράκι, αφού αρκεί μια διαίρεση, ο υπολογισμός ενός πηλίκου· η παραμόρφωση δηλαδή είναι αντικειμενική. Πάρτε παράδειγμα τη μουσική: η ωραιότητα μιας μελωδίας είναι θέμα υποκειμενικό (εξαρτάται από το πολιτισμικό υπόβαθρό μας, από τα προηγούμενά μας “ακούσματα”)· αλλά η παντελής έλλειψη μελωδίας και η περίληψη μόνο ρυθμού και λόγου είναι κάτι που ένας υπολογιστής μπορεί άμεσα και αντικειμενικά να ανιχνεύσει. Το ίδιο και με τα τατουάζ: το οτι από το “υγιές σώμα” απουσιάζουν τα μεγάλα στίγματα είναι θέμα υποκειμενικό (μια λεοπάρδαλη θα είχε ακριβώς την αντίθετη άποψη, αν μπορούσε να τη διατυπώσει)· αλλά η ύπαρξη μεγάλων στιγμάτων είναι κάτι που μπορεί να ανιχνευθεί αντικειμενικά από ένα κατάλληλο πρόγραμμα υπολογιστή που κάνει επεξεργασία εικόνας. Γι’ αυτά τα θέματα λοιπόν που είναι τεχνητά, υποστήριξα οτι ενώ υπήρχαν κριτήρια ωραιότητας που είχαν διαμορφωθεί από ακετά παλιότερα, τον τελευταίο καιρό (δυο-τρεις δεκαετίες) επηρεαζόμαστε όλο και περισσότερο από εισαγόμενα πρότυπα, εκ δυσμών προερχόμενα (π.χ. από τις Η.Π.Α.), τα οποία δεχόμαστε άκριτα. Κυρίως η νεότερη γενιά τα δέχεται αυτά τα νέα κριτήρια άκριτα και τα καταπίνει αμάσητα· κι αυτό είναι φυσιολογικό, αφού δεν έχει ακόμη προλάβει ν’ αναπτύξει τη δική-της κρίση. Στις παλιότερες εποχές δεν υπήρχε αυτός ο τρομερός ρους πληροφοριών που πλημμυρίζει σήμερα τα μυαλά των νέων, εκεί βρίσκεται η διαφορά μεταξύ τωρινής νέας γενιάς και παλιότερων: η τωρινή νέα γενιά είναι τελείως ανοχύρωτη, και άρα ευάλωτη, στην πληροφορία που πηγάζει από κάποια κέντρα, που σκοπό φυσικά δεν έχουν την παιδεία των νέων, αλλά την εξασφάλιση οικονομικού κέρδους.

Το άλλο σημαντικό σημείο που τόνισα στο κείμενο αυτό είναι οτι η αντίληψή μας περί “ωραίου” δεν μας έρχεται ουρανοκατέβατη, αλλά είναι αποτέλεσμα υποσυνείδητων υπολογισμών, παρόμοιων με αυτούς που θα έκανε ένα κομπιουτεράκι. Επειδή δεν έχουμε συνειδητή πρόσβαση στους υπολογισμούς αυτούς, νομίζουμε οτι δεν γίνονται. Νομίζουμε οτι αποφασίζουμε “από ένστικτο”, “από διαίσθηση,” “από έμπνευση”, ή “χωρίς λόγο”. Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει λόγος, υπάρχει παρασκηνιακός υπολογισμός, τον οποίο αγνοούμε. Έτσι, είναι πράγματι δυνατό κάποια μέρα να κατασκευάσουμε προγράμματα για υπολογιστές που να έχουν την ίδια αίσθηση του ωραίου με αυτήν που έχουμε εμείς, και που να συγκινούνται από ένα ηλιοβασίλεμα και μια μικρή λευκή αχιβάδα με τον ίδιο τρόπο που συγκινούμαστε κ’ εμείς. Όμως προς το παρόν αγνοούμε τους ακριβείς υπολογισμούς που κάνει το υποσυνείδητό μας, και γιαυτό δεν μπορούμε να τους προσομοιώσουμε στους υπολογιστές-μας. Είναι θέμα χρόνου όμως το να κατανοήσουμε ποιοι ακριβώς υπολογισμοί γίνονται υποσυνείδητα. Είδατε οτι προκειμένου για ένα πρόσωπο έδωσα μερικά παραδείγματα τέτοιων υπολογισμών. Δεν γνωρίζουμε στα σίγουρα αν αυτοί οι υπολογισμοί πράγματι υιοθετούνται από το υποσυνείδητό μας, ή και πόσοι άλλοι ακόμα — δεκάδες ίσως — υιοθετούνται. Είναι θέματα έρευνας στη νοολογία αυτά, ή στη νοητική ψυχολογία. Μπορεί να πάρει μερικές δεκαετίες η εντόπισή τους, αλλά όταν γίνει θα είναι θέμα τετριμμένο το να γραφεί ένα πρόγραμμα που, δεδομένων των κριτηρίων, θα αποφασίζει ένα συνολικό βαθμό ομορφιάς για πρόσωπα όπως της Ελένης, της Αλίκης, και του κάθε ανθρώπου. Και το σημαντικό είναι οτι ο βαθμός αυτός θα συμφωνεί με το μέσο όρο βαθμού που θα δίνουν οι άνθρωποι, οι οποίοι θα μεταχειρίζονται τα ίδια κριτήρια. Κάποιοι μπορεί να το δεχτούν αυτό σαν “γροθιά στο στομάχι”, οτι δηλαδή μπορεί ένας υπολογιστής να έχει την ίδια άποψη περί ωραιότητας με το μέσο άνθρωπο. Τελικά όμως θα το χωνέψουν και οι πιο άπιστοι Θωμάδες οτι αυτά που ονομάζουμε διαίσθηση, ένστικτο, και έμπνευση, είναι αυστηρά υπολογιζόμενες, και όχι ουρανοκατέβατες και μυστήριες ανθρώπινες ικανότητες.

Μια τελευταία παρατήρηση πριν κλείσω. Μπορεί κάποιοι αναγνώστες, αφού διάβασαν το παρόν κείμενο, να έβγαλαν το συμπέρασμα οτι ο συγγραφέας-του είναι “κολλημένος με το παρελθόν”, οτι “οι καιροί αλλάζουν”, κι οτι αρνούμαι να προσαρμοστώ στα κελεύσματα της νέας εποχής. Κοιτάξτε, μπορεί να είναι κ’ έτσι, δεν το αρνούμαι. Αν συγκρίνοντας τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής μ’ εκείνα του παρελθόντος έβλεπα οτι δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα, μετά χαράς θα παραδεχόμουν τη συνέχεια της πολιτισμικής-μας ταυτότητας και δεν θα υπήρχε λόγος να γράψω τόσα πολλά στο παρόν κείμενο (θα έγραφα ίσως μόνο για την υποκειμενικότητα του ωραίου). Αλλά δυστυχώς βλέπω μια χειροτέρευση των πραγμάτων, έναν κατήφορο, μια διακοπή της πολιτισμικής-μας ταυτότητας, και την αντικατάστασή της από άλλη, εισαγόμενη. Αυτά είναι που προσπαθώ να επισημάνω. Βλέπω επίσης ξεκάθαρα και το ποια είναι η πηγή της εισβολής των νέων συνηθειών, την προέλευσή τους, και δεν μπορώ να την αποσιωπήσω. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί μήπως αντιδρώ απλώς όπως οι περισσότεροι υπερήλικοι, που βλέπουν το παρόν μαύρο και το παρελθόν ρόδινο. Είναι γνωστό ψυχολογικό φαινόμενο αυτό: η μνήμη τείνει να ξεχνά τα βάσανα και τις δυσκολίες του παρελθόντος, οπότε το παρελθόν ωραιοποιείται. Όμως, πρώτο, δεν είμαι υπερήλικος, όπως θα διαπιστώσατε από τη φωτογραφία μου παραπάνω στο κείμενο· και δεύτερο, νομίζω πως αντικειμενικά υπήρχε παραγωγή γνήσιας ελληνικής κουλτούρας μεταπολεμικά, για δυο-τρεις δεκαετίες, αλλά μετά η παραγωγή αυτή έσβησε, και ήρθε η εισβολή του μωρουδιακού και του αμερικανικού, μέσω τηλεόρασης και διαδικτύου. Αυτή λοιπόν η πιο εμπορική “ξενική κουλτούρα για μωρά” επικράτησε — μια στιγμή προσοχής στο τί είδους “μουσική” ακούγεται γύρω-μας θα σας πείσει — εις βάρος της άλλης, της πιο ελληνικής, της οποίας σίγησαν σιγά-σιγά οι δημιουργοί. Άλλοι αυτό το λένε “παγκοσμιοποίηση”. Εγώ το λέω “αμερικανοποίηση”, και “αφελληνοποίηση”. (Δικαίωμά μου — ελπίζω συμφωνείτε τουλάχιστο μ’ αυτό.) Είμαι εν γένει υπέρ της πολυπλοκότητας και του πλουραλισμού, κ’ εναντίον της άνοστης σούπας του ομοιομορφισμού. Νομίζω πως αυτό είναι που κατά βάθος με παρακίνησε να γράψω το παρόν.

 

Σημειώσεις: (Κάνοντας κλικ στο (^) επανέρχεστε στο κείμενο, στο σημείο της υποσημείωσης)

(^) Ενδείξεις, και όχι αποδείξεις, εφόσον οι τελευταίες υπάρχουν μόνο στα μαθηματικά. Οπουδήποτε αλλού, περιλαμβανομένων και όλων των τομέων της επιστήμης, μπορούμε να μιλάμε μόνο για ενδείξεις.

(^) Δεν υπήρχε ακόμα τότε το θαυμάσιο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο στα Σπάτα. Κάποιος “ζωολογικός κήπος” της συμφοράς πρέπει να ήταν (δηλαδή τόπος βασανισμού ζώων από ανίδεους), κάπου στα βορειοδυτικά προάστεια.

(^) Γιατί “γαμήλια” τελετή προκειμένου για ζώα; Σας θυμίζω, αν δεν το ξέρετε ήδη, οτι το νεοελληνικό ρήμα “παντρεύομαι” στα αρχαία Ελληνικά ήταν “γαμέω / γαμώ”, συνηρημένο δηλαδή εις -έω/-ώ, όπως το ποιέω / ποιώ. Π.χ. ο Ηρόδοτος λέει: «ἀπολαβὼν δὲ τὴν τυραννίδα τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ ὁ Πεισίστρατος κατὰ τὴν ὁμολογίην τὴν πρὸς Μεγακλέα γενομένην γαμέει τοῦ Μεγακλέους τὴν θυγατέρα.» (Ιστορίαι, Β. 1, §61.) Δηλαδή: «Παραλαμβάνοντας λοιπόν την ηγεμονία με τον τρόπο που είπαμε ο Πεισίστρατος, κατά τη συμφωνία που έκανε με το Μεγακλή, παντρεύεται την κόρη του Μεγακλή.» Βλέπουμε λοιπόν ποια είναι η αρχαιοελληνική ρίζα αυτού του κοινότατου ρήματος. Εγώ πάντως σ’ εκείνη την ηλικία ήμουν ντιπ-καταντίπ σκράπας στα αρχαία, και τέτοιους συνειρμούς ήταν αδύνατο να κάνω· ούτε καν το νεοελληνικό ρήμα δεν ήξερα· το πολύ-πολύ που ήξερα ήταν το επιφώνημα “γαμώτο!”, του οποίου όμως και πάλι αγνοούσα την ετυμολογία.

(^) Γιατί είναι ελκυστικά για τους άντρες τα γυναικεία στήθη; Έχει διατυπωθεί η άποψη, από τον Desmond Morris και άλλους ανθρωπολόγους, οτι τα γυναικεία στήθη μοιάζουν με τα ανθρώπινα οπίσθια (μάλιστα, στα σοβαρά), και οτι οι άντρες επέλεγαν τις γυναίκες με όλο και πιο προτεταμένους μαστούς επειδή το είδος-μας έχει όρθια στάση, αντίθετα με άλλα είδη πιθήκων και μαϊμούδων που περπατούν είτε με τα τέσσερα, είτε στηριζόμενα στις κλειδώσεις των δακτύλων, και άρα έλκονται από τα προτεταμένα οπίσθια. Η όρθια στάση κρύβει τη γεννητική περιοχή, οπότε οι άντρες άρχισαν σταδιακά να έλκονται από το στήθος, που αφενός μοιάζει με τη γεννητική χώρα (και με τις επιλογές-τους το έκαναν να μοιάζει όλο και πιο πολύ), και αφετέρου είναι εκτεθειμένο σε θέα στην όρθια στάση, και μάλιστα όταν δυο άνθρωποι κάνουν έρωτα. (Είμαστε το μόνο είδος πιθήκων που κάνει έρωτα κυρίως πρόσωπο με πρόσωπο, εκτός από τους χιμπαντζήδες μπονόμπο που πότε-πότε κάνουν το ίδιο.) Στα ελληνικά μπορείτε να διαβάσετε αυτό το ρεπορτάζ που περιγράφει τις απόψεις αυτών των ανθρωπολόγων. Στα αγγλικά, ορίστε ένα άλλο, πιο λεπτομερειακό ρεπορτάζ. Προσωπικά παίρνω αυτές τις απόψεις με αρκετή δόση σκεπτικισμού. Έχει διατυπωθεί παλαιότερα η άποψη οτι το μεγάλο μέγεθος του γυναικείου στήθους οφείλεται στο οτι οι άντρες “βλέπουν” σ’ αυτό μια υγιή γυναίκα, ικανή να θρέψει καλά τα παιδιά του ζευγαριού (π.χ., βλέπε J. Diamond, στο “Ο τρίτος Χιμπαντζής”[*]), υπόθεση την οποία υποστηρίζω λίγο παρακάτω στο κυρίως κείμενο. Ο Morris και άλλοι ανθρωπολόγοι αντιτίθενται σ’ αυτή την ιδέα επειδή — λένε — οι άντρες δεν σκέφτονται «Ω, τί πολλή τροφή που θα έχουν τα παιδιά-μας!» όταν ελκύονται από το στήθος μιας γυναίκας. Σωστά, κανείς δεν κάνει ενσυνείδητα τέτοιες σκέψεις. Άλλο όμως το τί σκεφτόμαστε ενσυνείδητα, και άλλο υποσυνείδητα, θέμα που αναλύω λίγο παρακάτω στο κείμενο. Τις υποσυνείδητες παρορμήσεις-μας ούτε τις ελέγχουμε, ούτε γνωρίζουμε πάντα την εξήγησή τους. Οι ανθρωπολόγοι βλέπουν τα πράγματα από τη δική-τους οπτική γωνία, και πολλοί δεν έχουν αρκετό υπόβαθρο στη νοητική ψυχολογία (cognitive psychology) για να καταλάβουν οτι το πώς επιλέγουμε συντρόφους δεν είναι υπό τον έλεγχο του συνειδητού μέρους του νου-μας, και άρα δεν πρέπει να το προσεγγίζουν με απλή “νοητική ενδοσκόπηση” του πώς σκέφτονται οι ίδιοι. Χώρια απ’ αυτό, νομίζω πως η ιδέα οτι το γυναικείο στήθος μοιάζει με τα οπίσθια είναι επιεικώς λανθασμένη, για να μην πω ακριβέστερα βλακώδης. Τα “σιλικονάτα” πεπόνια των πορνοστάρ που μοιάζουν με παραφουσκωμένα μπαλόνια, εκείνα μάλιστα: εκείνα μοιάζουν κάπως με οπίσθια, ιδίως αν τα σφίγγει και σπρώχνει προς τα πάνω ο στηθόδεσμος. Αλλά το πρόβλημα είναι οτι ούτε αυτύ του είδους τα στήθη ούτε βέβαια οι στηθόδεσμοι υπήρχαν κατά τις εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια που γίνονταν η επιλογή του γυναικείου στήθους από τους άντρες. Ο φυσιολογικός μαστός — αυτός που θα έπρεπε να ενδιαφέρει ανθρωπολόγους σαν τον Morris — είναι κοίλος στην άνω επιφάνεια μέχρι τη θηλή, και κυρτός από τη θηλή και κάτω. Αυτό το σχήμα όμως καμιά σχέση δεν έχει με οπίσθια, που είναι κυρτά σε όλη την επιφάνειά τους.

(^) Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, εκείνα τα παραφουσκωμένα χείλια της Ελένης φυσικά είναι; Συγχωρήστε-με για την άγνοιά μου, και για το οτι δεν έχω κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σε κους-κους τι-βι, αλλά η απάντηση πιστεύω θα είναι γνωστή στους επαΐοντες. Εγώ μια σκέψη έκανα.

(^) Ας σημειωθεί οτι προκειμένου να υπολογίσω με ακρίβεια τις τιμές που παρουσιάζω, μεγενθύνω την εικόνα του προσώπου κατά τρεις φορές, ώστε οι μετρήσεις να μην εξαρτώνται πολύ από ένα ή δυο pixels που μπορεί να μετρηθούν λάθος πάνω στην οθόνη. Παρουσιάζω όμως τις μικρές εικόνες στο κείμενο για να μην κατασπαταλώ το διαθέσιμο χώρο.

(^) Δεν τράβηξα τη γραμμή μέχρι το κατώτατο σημείο στο πηγούνι, γιατί και στις τέσσερις φωτογραφίες η Αμαλίτσα κρατάει το στόμα-της όχι τελείως κλειστό. Αν το έκλεινε, η γραμμή θα έφτανε μέχρι εκεί που την τράβηξα.

(^) Καθόλου τυχαία, καθώς τα εξαιρετικά έντονα συναισθήματα άγχους και οι τραγικές–τραυματικές εμπειρίες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν την ελληνική κοινωνία (όπως και πολλές άλλες στην Ευρώπη) σε μια άνευ προηγουμένου “παιδική” αντιμετώπιση της ζωής, ένα συναίσθημα όπως το “θέλω να ξεδώσω”, που αντικατοπτριζόταν στους χορούς και στα τραγούδια των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Πολλά από εκείνα τα τραγούδια τα τραγούδησε η ίδια η Βουγιουκλάκη, και σήμερα τα αντιλαμβανόμαστε από “παιδικά” (στην καλύτερη περίπτωση) έως “σαχλά” (στη χειρότερη· βλέπε Το γκρίζο γατί”, “Τράβα εμπρός”, κ.ά.).

(^) Για να μην υποτεθεί οτι τους αριθμούς αυτούς τους έβγαλα απ’ το νου-μου, ορίστε τα ζευγάρια αριθμητή / παρονομαστή, που αν κάνετε τη διαίρεση θα βρείτε τους αριθμούς των λόγων (πηλίκων) που αναγράφονται κάτω απ’ τις φωτογραφίες των τριών γυναικών: Αλίκη = (3737 / 7400), Μπαρντό = (1645 / 3174), και Ελένη = (4217 / 6015). Ο πρώτος από καθένα απ’ αυτά τα ζευγάρια αριθμών είναι ο αριθμός των pixels του κάτω μέρους του προσώπου (κάτω απ’ τη μύτη), και ο δεύτερος είναι ο αριθμός των pixels του άνω μέρους (πάνω απ’ τη μύτη). Ο αριθμός των pixels προφανώς μας δίνει μια εκτίμηση του εμβαδού της επιφάνειας.

(^) Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ένας εικοσάχρονος επισκέπτης (ή εικοσάχρονη επισκέπτρια) ενός βίντεο κλιπ που παρουσιάζει το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη “Ένα το χελιδόνι” (ποίηση Οδυσσέα Ελύτη από το “Άξιον Εστί”, σε μια συναυλία του 1977 με ερμηνευτή το Γρηγόρη Μπιθικώτση), κάνει το εξής σχόλιο για την εντύπωση που του/της προκάλεσε η μουσική:

«Ena to helidoni kai dyo ta abga.....sygnwmi aidonia ennoousa. Poly anoixiatiko to tragoudi.»

Ήτοι: «Ένα το χελιδόνι και δύο τα αβγά.....συγνώμη αηδόνια εννοούσα. Πολύ ανοιξιάτικο το τραγούδι.» Το γιατί τα Ελληνόπουλα επιμένουν να γράφουν σε greeklish είναι ένα θέμα που σηκώνει ψυχoλογική έρευνα... Βαριούνται; Φοβούνται τα ορθογραφικά λάθη; Πάντως τα όποια ορθογραφικά μπορεί να κάνουν ωχριούν μπροστά στην απίστευτη ανωριμότητα της σκέψης-τους, όπως δείχνει η παραπάνω χοντροκοτσάνα ολκής που ξεφούρνισε αυτό το χαζόπουλο.

(^) Η αποτυχία κατανόησης λόγω έλλειψης γνώσης είναι ένα γενικότερο φαινόμενο που συχνά οδηγεί σε αποτυχία επικοινωνίας και τραυματίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Δηλαδή: αυτός που δεν έχει την απαιτούμενη γνώση, όχι μόνο δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει αυτόν που την κατέχει, αλλά επιπλέον έχει άγνοια της άγνοιάς του και νομίζει πως με τα λίγα που ξέρει μπορεί να κρίνει τη γνώμη οποιουδήποτε, ακόμα κι αυτού που έχει βαθύτερη γνώση. Όταν γίνεται λόγος περί “ημιμάθειας”, εννοείται ακριβώς αυτό το πράγμα. Ο κατέχων τα πράγματα καλύτερα βλέπει την ημιμάθεια του άλλου, αλλά ο ημιμαθής δεν βλέπει την απόσταση που τον χωρίζει από τον άλλον με την καλύτερη γνώση, ούτε έχει επίγνωση της ελλειπούς γνώσης-του.

(^) Τη λέξη “πρωτόγονο” για το στυλ της ραπ δεν την έγραψα μεταφορικά και υποτιμητικά μόνο· αντικειμενικά είναι πρωτόγονο είδος η ραπ. Οι πρόγονοί μας, δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν, όταν “εφηύραν” τη μουσική, δεν εφηύραν τη μελωδία, αλλά το ρυθμό, αυτό δηλαδή — το μόνο — “μουσικό” χαρακτηριστικό που διαθέτει η ραπ. Εφηύραν το ρυθμό γιατί έτσι μπορούσαν τα μέλη της φυλής να συγχρονίζονται, και κατά συνέπεια να μαθαίνουν και να θυμούνται τα λόγια των θρησκευτικών τελετών-τους. Η μνήμη έρχεται με την επανάληψη, και η επανάληψη έχει επιτυχία όταν γίνεται με ρυθμό, όπως ξέρουν όλα τα παιδιά που επιχείρησαν ποτέ ν’ αποστηθίσουν ένα σχολικό ποίημα. Η μελωδία ήρθε πολύ αργότερα, όταν οι πρόγονοί μας έφτιαξαν και τελειοποίησαν μουσικά όργανα. Τα όργανα ήσαν πρωτόγονα στην αρχή (απλοί σωλήνες από κούφια κέρατα, και διάφορα κρουστά), κι αντίστοιχα πρωτόγονες (με τα σημερινά δεδομένα) ήσαν οι μελωδίες που παρήγαγαν. Για να φτάσουμε στις άρπες και στις λύρες της κλασικής ελληνικής εποχής πέρασαν δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Πάντως ο σκέτος ρυθμός (η ραπ δηλαδή) ήταν πολύ πρωτόγονο είδος, ανήκει στην εποχή που μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά η ανθρώπινη νοημοσύνη. Διαβάστε σχετικά στο βιβλίο του Ντάνιελ Ντέννεττ, Breaking the Spell.[*]

(^) Αγαπητές κοπέλλες που κάνετε τατουάζ στο σώμα-σας, σημειώστε σας παρακαλώ αυτό: μπορεί να νομίζετε οτι το τατουάζ σας κάνει πιο ελκυστικές, στην πραγματικότητα όμως είναι δυνατό να συμβαίνει το αντίθετο. Ένας νεαρός εικοσάρης μπορεί να μην τολμάει να σας πει οτι το τατουάζ τον αποσυντονίζει και απο-διεγείρει, από μένα όμως θα τ’ ακούσετε γιατί δεν έχω κανένα πρόβλημα να σας πω την αλήθεια. Λοιπόν, το τατουάζ συχνά προκαλεί “υποστολή της σημαίας”, γιατί μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον άντρα — υποσυνείδητα πάντα — σαν σημάδι που δείχνει γυναίκα με προβλήματα υγείας. Ξέρετε ποια είναι η εξήγηση; Δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για να εκτιμήσει ένας αρσενικός αν η γυναίκα με την οποία επιθυμεί σχέση είναι υγιής και θα του φέρει στον κόσμο υγιή παιδάκια· μια ένδειξη είναι η σφριγηλότητα του στήθους (για την οποία έγραψα σε παραπάνω υποσημείωση), άλλη είναι το χρώμα του δέρματος, και άλλη το πόσα στίγματα έχει το δέρμα. Έτσι εξελιχθήκαμε ώστε οι αρσενικοί να επιθυμούμε γυναίκες με ορατά και προτεταμένα στήθη, με ελαφρά ανοιχτότερο χρώμα από το δικό-μας (αν προσέξετε, ακόμα και μεταξύ ζευγαριών της μαύρης φυλής, η γυναίκα είναι συχνά πιο ανοιχτόχρωμη από τον άντρα), και με όσο το δυνατό λιγότερα στίγματα, καθώς μεγάλα στίγματα στο σώμα την προϊστορική εποχή συχνά ήσαν αποτέλεσμα δερματικών παθήσεων, οπότε η απουσία στιγμάτων σήμαινε υγεία. (Οι φακίδες είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, ας μην τις μπερδεύουμε: εμφανίστηκαν στην εξελικτικά πολύ πιο πρόσφατη εποχή, και μόνο στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη.) Λοιπόν, το επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά, ελπίζοντας να μη γίνομαι κουραστικός: ενσυνείδητα, κανείς αρσενικός φυσικά δεν πιστεύει οτι η γυναίκα με το τατουάζ δεν είναι υγιής, γιατί η λογική λέει οτι δεν υπάρχει τέτοια συσχέτιση. Όμως το υποσυνείδητό μας λειτουργεί ανεξάρτητα από “εμάς”, δεν το ελέγχουμε με τη λογική-μας, δεν του υπαγορεύουμε “εμείς” το πώς να λειτουργήσει. Το υποσυνείδητο λοιπόν, βλέποντας το μεγάλο πρασινωπό στίγμα πάνω στο κορμί της γυναίκας (μερικές φορές σε μέρη που κανονικά θα έπρεπε να προκαλούν σεξουαλική διέγερση) το εκλαμβάνει ακριβώς σαν αυτό που είναι: σαν μεγάλο πρασινωπό στίγμα, όχι σαν “πεταλούδα”, ή “τριαντάφυλλο με αγκάθια”, ή “η λέξη ειρήνη στα κινέζικα”. Τη στύση του αρσενικού, αγαπητές κοπέλλες, δεν την αποφασίζει το λογικό και η συνείδηση, αλλά το υποσυνείδητο. (Αλλοίμονο αν χρειάζονταν σκέψη αυτό το πράγμα: τότε δεν θα υπήρχαμε, αφού η σκέψη είναι πολύ πρόσφατο προϊόν της εξέλιξης.) Ένα “μεγάλο πρασινωπό στίγμα” λοιπόν είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να γίνει υποστολή της σημαίας την καίρια ώρα, στατιστικά μιλώντας. Δηλαδή υπάρχουν αρσενικοί που δεν δίνουν σημασία (υποσυνείδητη σημασία) στο στίγμα, υπάρχουν όμως άλλοι για τους οποίους καταλήγουν “μαραμένα τα γιούλια κ’ οι βιόλες”. Καταλάβατε; Και δεν τολμούν να σας το πουν οτι το τατουάζ είναι η αιτία, για να μη θεωρηθούν οπισθοδρομικοί και άρα φταίχτες και ανίκανοι. Άλλωστε συχνά δεν καταλαβαίνουν καν τί είναι αυτό που τους αποσυντονίζει, γιατί δεν σχηματίζεται πάντα στο συνειδητό η σκέψη «αυτό το τατουάζ με ενοχλεί». Γιαυτό, σκεφτείτε-το και μια δεύτερη φορά πρωτού αποφασίσετε να σημαδέψετε για πάντα το σώμα-σας με μια συμβολική βλακεία.

(^) Τί εννοώ με το “τραγικές καταστάσεις υγείας”: πριν μερικά χρόνια ένας φίλος-μου που δίδασκε στο πανεπιστήμιο μου διηγήθηκε κάτι το τραγικό. Είχε μια φοιτήτρια που ζητούσε διαρκώς αναβολή των διαγωνισμάτων-της, αλλά ακούστε για ποιο λόγο: είχε τρυπήσει το μάγουλό της για να περάσει μια μπατονέττα (μάλιστα, από κείνες που καθαρίζουμε τ’ αυτιά), γιατί στο τρικυμισμένο κεφαλάκι-της νόμιζε πως μ’ αυτή την εμφάνιση (με μια μπατονέττα να ξεπετάγεται απ’ το μάγουλό της) θα έμοιαζε πιο “cool” (στις Η.Π.Α. συνέβει το περιστατικό) απ’ τ’ άλλα βλαμμένα της ηλικίας της. Με το τρύπημα του μάγουλου όμως, για κακή-της τύχη έγινε διάτρηση του σιελογόνου αδένα, με αποτέλεσμα να εκκρίνεται σάλιο ακατάπαυστα, και να εκρέει από την τρύπα του μάγουλου, τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω. Έτσι κρατούσε μόνιμα ένα μαντήλι στο μάγουλό της για να μαζεύει τα σάλια, και χρειαζόταν εγχείρηση για να διορθωθεί η κατάσταση. (Δεν έμαθα τί απέγινε τελικά.) Το αναφέρω αυτό σαν ακραία περίπτωση του σε τί είδους μπελάδες μπορεί να μπει κανείς όταν του λείπει το μυαλό. Υπάρχουν και πιο τραγικές περιπτώσεις. Διαβάστε μια σελίδα (εδώ, αλλά στα αγγλικά) όπου μια γυναίκα περιγράφει πώς ουσιαστικά έχασε το στήθος-της επειδή τρύπησε τη θηλή-της για να της περάσει ένα χαλκά. Παρόλο που, όπως γράφει, η διάτρηση έγινε από επαγγελματία (με ιατρικά γάντια, αποστειρωμένη βελόνα, κλπ.), και παρόλο που ακολούθησε σχολαστικά τις οδηγίες πλυσίματος και υγιεινής μετά τη διάτρηση, εντούτοις ένα βακτήριο σταφυλόκοκκου κατάφερε να εισχωρήσει μέσα στη θηλή από την πληγή. Γιατί πώς να το κάνουμε, βακτήριο είναι αυτό, ένα μικροσκοπικό κύτταρο μεγέθους μικρότερου από ένα χιλιοστό του χιλιοστού, δεν μπορείς να του πεις “αλτ, δεν περνάς” απλώς και μόνο επειδή σαπουνίζεις το τραύμα. Για να μην τα πολυλογώ, μετά από μήνες εσωτερικού πόνου στο στήθος και ιατρικής παρακολούθησης, χρειάστηκε τελικά να της αφαιρεθεί το 40-45% της μάζας του μαστού για να καθαριστεί το βακτήριο που είχε πολλαπλασιαστεί, με αποτέλεσμα το στήθος-της να πάψει να μοιάζει με στήθος γυναίκας, και να έχει επιπλοκές στη λειτουργία των νεφρών λόγω των φαρμάκων που έπαιρνε. Κι όλα αυτά από ένα “αθώο τρύπημα”, για ν’ ακολουθήσει το συρμό, τη μόδα της εποχής.

(^) Δεν είναι προσωπική-μου άποψη αυτή. Τα δύο εικονιζόμενα κορίτσια προτιμήθηκαν σαν τα φαβορί των καλλιστείων του 2008 από μια σφυγμομέτρηση που έγινε μέσω διαδικτύου. Στον πραγματικό διαγωνισμό δεν πήραν τις θέσεις που προέβλεψαν οι συμμετέχοντες στη σφυγμομέτρηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά, καθώς είναι γνωστά τα “φάλτσα” που έχουν καταγγελθεί κατά καιρούς για τον τρόπο που ψηφίζουν οι (λίγοι) κριτές σε τέτοιους διαγωνισμούς. Πιστεύω πως η διαδικτυακή δημοσκόπηση, παρά τα όποια μεθοδολογικά προβλήματά της, απεικονίζει πιο άμεσα και αντικειμενικά τις προτιμήσεις του κοινού.

 

 
Βιβλιογραφία: (Κάνοντας κλικ στο (^) στο τέλος, μεταφέρεστε στο κείμενο όπου γίνεται αναφορά στο σύγγραμμα)

Dennett, Daniel C. (2005). Breaking the Spell: Religion as a Natural Phenomenon. Viking. (^)

Diamond, Jared (1992). The Third Chimpanzee. New York: Harper Perennial. (^)

Ramachandran, V. S., and Sandra Blakeslee (1998). Phantoms in the Brain: Probing the Mysteries of the Human Mind. New York: HarperCollins.
Και σε ελληνική μετάφραση: Φαντάσματα στον εγκέφαλο, Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Κρήτης. (^)

 

Πίσω στα θέματα νόησης

Πίσω στα θέματα “Μόνο για Έλληνες”

Πίσω στην αρχική σελίδα του συγγραφέα