Φωνητική – Φωνολογία

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ  Γ2 ΤΟΥ Δ.Ε.Π.

 

 

Φωνητική

Οι ήχοι της γλώσσας, και η παράστασή τους με σύμβολα

Στο μάθημα Γ1 (“Θεμελιώδεις αρχές γλωσσολογίας”) μάθαμε οτι γλώσσα δεν είναι αυτό που γράφουμε, αλλά αυτό που μιλάμε (και μάλιστα αυτό που μιλούν οι φυσικοί ομιλητές, όχι ο οποιοσδήποτε). Βεβαίως υπάρχουν και οι οπτικοκινητικές γλώσσες (αυτές που χρησιμοποιούνται από τους κωφάλαλους), οι οποίες — όπως επίσης μάθαμε — δεν υπολείπονται σε τίποτα από τις ακουστικές, από γλωσσολογική άποψη. Επειδή όμως η συντριπτική πλειοψηφία των φυσικών γλωσσών είναι ακουστικές,(*) θα εστιάσουμε την προσοχή-μας σ’ αυτές.

Φθόγγοι

Οι ήχοι που παράγονται απο τους φυσικούς ομιλητές μιας γλώσσας λέγονται φθόγγοι.

Όπως στη μουσική υπάρχει ένα σύστημα για την καταγραφή της μελωδίας (το πεντάγραμμο με τις νότες και όλα τα άλλα μουσικά σύμβολα), έτσι και στη γλωσσολογία υπάρχει ένα σύστημα συμβόλων για την καταγραφή των ήχων (φθόγγων).

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν ένα τέτοιο σύστημα είναι περιττό: δεν έχουμε ήδη, στο κάτω-κάτω, τουλάχιστον ένα σύστημα γι’ αυτόν το σκοπό; Δεν καταγράφονται αυτή τη στιγμή στις παρούσες γραμμές οι φθόγγοι της ελληνικής γλώσσας που θα μπορούσαν να παραχθούν από έναν ομιλητή;

Η ιδέα όμως του να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή γραφή (π.χ. την ελληνική) για την καταγραφή των φθόγγων δεν είναι καλή, για δύο λόγους:

Πρώτο, χρειαζόμαστε ένα σύστημα γραφής για τους φθόγγους όλων των γλωσσών του κόσμου. Η ελληνική (ή η αγγλική, ή οποιαδήποτε άλλη γραφή) παριστάνει μόνο τους φθόγγους του δικού-της ρεπερτορίου.

Και δεύτερο, ακόμα κι αν θέλαμε να παραστήσουμε μόνο τους φθόγγους της ελληνικής, και πάλι η ελληνική γραφή θα παρουσίαζε πρόβλημα, για πολλούς λόγους:

Μερικές φορές ο ίδιος φθόγγος παριστάνεται από περισσότερα από ένα γράμματα, όπως στις λέξεις: λίρα, πήρα, λύρα, πείρα, μοίρα, και υιοθεσία (έξι διαφορετικές γραφές για έναν ήχο).

Άλλες φορές το ίδιο γράμμα παριστάνει περισσότερους από έναν φθόγγους, όπως το γράμμα γ στις λέξεις: αγορά, γύρω, άγχος, γκολ, και άγγελος (πέντε διαφορετικοί ήχοι)· ή το γράμμα υ στις λέξεις: ύστερα, αύριο, και αυτό (τρεις ήχοι).

Κάποια γράμματα παριστάνουν ταυτόχρονα περισσότερους από ένα φθόγγους: τα ξ (κ+σ) και ψ (π+σ).

Κάποια άλλα γράμματα δεν προφέρονται όπως θα αναμέναμε, αλλά τροποποιούν τον ήχο του προηγούμενου συμφώνου, όπως το ι στις λέξεις: παχιά, παιδιού, ελιές, πανιά· ή τα γράμματα ει στις λέξεις: αδειάζω, νειάτα, δουλειά, κλπ.

Άρα η ελληνική γραφή δεν έχει μια ένα-προς-ένα αντιστοιχία μεταξύ γραμμάτων και φθόγγων. Το ίδιο πρόβλημα έχουν ουσιαστικά όλες οι γλώσσες με τις γραφές-τους.(*). Το σύστημα συμβόλων που θα μάθουμε στη συνέχεια αποτελεί μια ένα-προς-ένα αντιστοιχία μεταξύ των συμβόλων-του και όλων των φθόγγων όλων των γλωσσών του κόσμου. Πρόκειται για το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (ΔΦΑ), το οποίο θα γνωρίσουμε σε λίγο.


Φωνήεντα

Είναι γνωστό οτι στο Δημοτικό σχολείο μαθαίνουμε πως «τα φωνήεντα είναι επτά, και φωνάζουν δυνατά». Μόνο το δεύτερο μέρος όμως της πρότασης αυτής είναι σωστό, ενώ το πρώτο είναι λάθος, καθώς τα φωνήεντα είναι ήχοι, όχι γράμματα, και σαν ήχοι στην ελληνική γλώσσα είναι πέντε: το [a] όπως στο “μα”, το [e] όπως στο “με”, το [i] όπως στο “τι”, το [ο] όπως στο “το”, και το [u] όπως στο “του”. Τα σύμβολα που κλείνονται σε αγκύλες δεν είναι λατινικά γράμματα, αλλά σύμβολα του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου (ΔΦΑ), που τυχαίνει να είναι παρμένα από τους λατινικούς χαρακτήρες προκειμένου για τα 5 φωνήεντα της ελληνικής. Το ΔΦΑ, όπως θα δούμε, χρησιμοποιεί λατινικούς και ελληνικούς χαρακτήρες για τα σύμβολά του, όπως και αρκετούς οι οποίοι είναι ειδικά σύμβολα που δεν υπάρχουν σε καμία γλώσσα. Όποτε αναφερόμαστε σε φθόγγους θα τους κλείνουμε μέσα σε αγκύλες: [].

Σημαντικό είναι τώρα να δούμε πώς τοποθετούνται τα ελληνικά φωνήεντα, αλλά και τα φωνήεντα όλων των άλλων γλωσσών του κόσμου, στο λεγόμενο χώρο των φωνηέντων. Θα μάθουμε πώς να παράγουμε οποιοδήποτε φωνήεν οποιασδήποτε γλώσσας. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να δούμε τί είναι ο χώρος των φωνηέντων.

Όταν παράγουμε ένα φωνήεν, υπάρχουν κατά κύριο λόγο 4 διαστάσεις (ή χαρακτηριστικά) που συμμετέχουν στην παραγωγή-του:

  1. το πόσο κλειστά είναι τα σαγόνια·

  2. το πόσο προς τα πίσω ή προς τα μπρος είναι τοποθετημένη η γλώσσα·

  3. το αν τα χείλη είναι τραβηγμένα στις γωνίες, ή χαλαρά, ή σχηματίζουν κύκλο (και πόσο έντονα το κάνουν)· και

  4. το αν η μαλακή υπερώα του στόματος κλείνει τη στοματική κοιλότητα, με αποτέλεσμα ο αέρας να έρχεται από τη μύτη.

Αυτές είναι οι τέσσερις διαστάσεις του χώρου των φωνηέντων. Η 4η διάσταση δεν υπάρχει στην ελληνική γλώσσα, αλλά σε γλώσσες όπως η γαλλική, η πορτογαλική, κ.ά., οι οποίες έχουν έρρινα φωνήεντα. Έτσι, δεν θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τη διάσταση αυτή, γιατί δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πρακτικά κάθε φωνήεν στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια μπορεί να μετατραπεί σε έρρινο κλείνοντας τη δίοδο προς τη στοματική κοιλότητα με τη μαλακή υπερώα (το πίσω μέρος του ουρανίσκου).

Θα ασχοληθούμε με τις υπόλοιπες τρεις διαστάσεις. Ας τοποθετήσουμε τις πρώτες δύο στο επίπεδο αυτής της σελίδας, βάζοντας την πρώτη διάσταση (πόσο κλειστά είναι τα σαγόνια) στον κατακόρυφο άξονα, και τη δεύτερη διάσταση (πόσο πίσω ή μπρος τοποθετείται η γλώσσα) στον οριζόντιο άξονα, όπως δείχνει το ακόλουθο διάγραμμα:

Δύο από τις διαστάσεις του χώρου των φωνηέντων

Έτσι, κάθε φωνήεν (π.χ. της ελληνικής, αλλά και κάθε άλλης γλώσσας) μπορεί να τοποθετηθεί σαν μια κουκκίδα στον παραπάνω χώρο, ανάλογα με το πόσο ανοιχτά/κλειστά είναι τα σαγόνια, και πόσο μπρος ή πίσω η γλώσσα, όταν προφέρεται το φωνήεν αυτό. Π.χ. ας θεωρήσουμε το φθόγγο [a]: για να παραχθεί το φωνήεν αυτό (τόσο στην ελληνική, όσο και σε άλλες γλώσσες όπως η ιταλική, η ισπανική, αλλά και η ιαπωνική), τα σαγόνια ανοίγουν όσο το δυνατόν περισσότερο προκειμένου για προφορά φωνηέντων (δηλαδή: ανοίγουμε τα σαγόνια περισσότερο από το [a] όχι για προφορά φωνήεντος αλλά π.χ. για λήψη μεγάλου κομματιού τροφής), άρα η κουκκίδα για το [a] πρέπει να τοποθετήθεί πολύ χαμηλά στον παραπάνω χώρο· επίσης η γλώσσα τοποθετείται μάλλον προς τα έξω, αλλά όχι μακριά από το μέσον, δηλ. όχι στο πιο πρόσθιο σημείο που μπορεί να τοποθετηθεί προκειμένου για προφορά φωνήεντος· άρα η κουκκίδα του [a], εκτός από χαμηλά, πρέπει επίσης να είναι προς το μέσον και αριστερά.

Κάνοντας ανάλογες παρατηρήσεις για τη θέση των κουκκίδων και των άλλων τεσσάρων φωνηέντων της ελληνικής, μπορούμε να τις τοποθετήσουμε στο χώρο όπως δείχνει το επόμενο διάγραμμα:

Τα πέντε ελληνικά φωνήεντα τοποθετημένα στο χώρο

Ας κάνουμε εδώ μια παρατήρηση: στην πραγματικότητα η προφορά των [e] και [ο] στην ελληνική (αλλά και σε άλλες γλώσσες, όπως η ισπανική, τουρκική, ιαπωνική, και κορεατική) γίνεται με τα σαγόνια τελείως ελεύθερα. Δηλαδή θα έπρεπε οι κουκκίδες-τους να τοποθετηθούν σε μέσο ύψος. Το ΔΦΑ δεν έχει ξεχωριστά σύμβολα για φθόγγους ακριβώς σε μέσο ύψος (εκτός από έναν, όπως θα δούμε), αλλά μπορεί κανείς να “χαμηλώσει” λίγο ένα σύμβολο (δηλαδή να συμβολίσει το ελαφρό άνοιγμα των σαγονιών) βάζοντας ένα μικρό Τ (σαν Τ κεφαλαίο) κάτω από το σύμβολο (π.χ. το e ή το o). Επειδή όμως αυτός ο συμβολισμός δεν παράγεται εύκολα στις υπάρχουσες γραμματοσειρές, γιαυτό κατα σύμβαση λέμε οτι οι φθόγγοι που αντιστοιχούν π.χ. στα ελληνικά γράμματα έψιλον και όμικρον είναι οι [e] και [ο] αντίστοιχα, δηλαδή ημίκλειστα φωνήεντα. Στην πραγματικότητα τα ελληνικά είναι μέσα φωνήεντα. Με αυτή τη σημείωση κατά νου, στο υπόλοιπο του μαθήματος θα υποθέτουμε οτι τα ημίκλειστα [e] και [ο] είναι οι ελληνικοί φθόγγοι.

Τί γίνεται όμως με την 3η διάσταση, δηλαδή τη μορφή των χειλιών κατά την προφορά του φωνήεντος; Ας κάνουμε την ακόλουθη σύμβαση: αν τα χείλη σχηματίζουν κύκλο, όπως στα [o] και [u], τότε θα βάζουμε το σύμβολο του φθόγγου στα δεξιά της κουκκίδας, όπως κάναμε στο παραπάνω διάγραμμα για τα [o] και [u]· και αν τα χείλη δεν σχηματίζουν κύκλο, τότε το σύμβολο θα τοποθετείται αριστερά της κουκκίδας, όπως στο διάγραμμα για τα [a], [e], και [i]. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να παραστήσουμε τρεις διαστάσεις στο παραπάνω επίπεδο διάγραμμα. Ας προχωρήσουμε τώρα ένα βήμα πέρα από τα ελληνικά φωνήεντα.

Κατ’ αρχήν, μέσω της σύμβασης της προηγούμενης παραγράφου, μπορούμε αμέσως να τοποθετήσουμε στο χώρο το σύμβολο για το φωνήεν της γαλλικής λέξης “une (ακούστε τη λέξη να προφέρεται από Γαλλίδα: ). Για το φωνήεν αυτό, που συμβολίζεται με το [y], η θέση της γλώσσας και το άνοιγμα των σαγονιών είναι πανομοιότυπα με το δικό-μας φωνήεν [i], με μόνη διαφορά οτι στο [y] τα χείλη σχηματίζουν κύκλο. Επομένως η κουκκίδα για το φωνήεν [y] είναι ακριβώς στην ίδια θέση με το [i], μόνο που το σύμβολο (το y) τοποθετείται δεξιά της κουκκίδας, όπως φαίνεται στο επόμενο διάγραμμα:

Το [y] στο γαλλικό “une” (άνω-αριστερά)

Στο παραπάνω διάγραμμα, εκτός της θέσης του [y] άνω-αριστερά (ίδια κουκκίδα με το [y] αλλά το σύμβολο στα δεξιά-της), βλέπουμε και μια άλλη σύμβαση: αντί να μιλάμε για άνοιγμα σαγονιών και θέση γλώσσας, χαρακτηρίζουμε πλέον τα ίδια τα φωνήεντα σαν κλειστά, ημίκλειστα, ημιάνοικτα, ή ανοικτά στον κατακόρυφο άξονα, και σαν πρόσθια, κεντρικά, ή οπίσθια στον οριζόντιο άξονα. Έτσι, τα [i], [y] είναι κλειστά και πρόσθια, το [ο] είναι ημίκλειστο και οπίσθιο, το [a] είναι ανοικτό και κεντρικό, κλπ.

Επίσης, τα φωνήεντα που απαιτούν στρογγύλεμα των χειλιών θα τα λέμε στρογγύλα. Επομένως τα [y], [o], και [u] είναι στρογγύλα, ενώ τα [i], [e], και [a] δεν είναι στρογγύλα.

Ας κάνουμε τώρα το αντίθετο του στρογγυλέματος: ας προφέρουμε το φωνήεν [u] και, κρατώντας τη γλώσσα και τα σαγόνια στην ίδια θέση, ας “ξεστρογγυλέψουμε” (δηλαδή αφήσουμε ελεύθερα) τα χείλη. Θα έχουμε τότε προφέρει το φωνήεν [], που βρίσκεται π.χ. στην ιαπωνική γλώσσα (ακούστε Γιαπωνέζα να προφέρει τη λέξη “chanpuru , που έχει το φωνήεν αυτό δύο φορές). Εφόσον η μόνη διαφορά του [] από το [u] είναι οτι το πρώτο δεν είναι στρογγύλο ενώ το δεύτερο είναι, θα συμμερίζονται την ίδια κουκκίδα στο χώρο, αλλά το σύμβολο θα είναι αριστερά, ενώ το u δεξιά, όπως στο διάγραμμα:

Το ιαπωνικό [], άνω-δεξιά, μαζί με το [u]

Το φωνήεν [] υπάρχει και στη γειτονική-μας τουρκική γλώσσα. Είναι αυτό που προφέρουν όταν γράφουν το γράμμα ı (το i χωρίς την τελεία από πάνω-του). Προσοχή όμως: το ı των Τούρκων δεν είναι φωνητικό σύμβολο· είναι απλώς το γράμμα του αλφαβήτου-τους που χρησιμοποιούν για να δηλώσουν το φθόγγο [].

Ας προχωρήσουμε τώρα σε φωνήεντα που οι κουκκίδες-τους βρίσκονται σε άλλες θέσεις στο χώρο, δηλαδή δεν ταυτίζονται με τις κουκκίδες των ελληνικών φωνηέντων.

Ας θεωρήσουμε το φωνήεν [æ], που εμφανίζεται στην αμερικανική αγγλική γλώσσα, π.χ. στη λέξη “cat”΄. (Ακούστε Αμερικανό να προφέρει το φωνήεν αυτό: όπως και άλλον να προφέρει τη λέξη “cat”: ) Αυτό το φωνήεν είναι αρκετά πρόσθιο (αριστερότερα του [a]), “σχεδόν ανοιχτό”, δηλαδή μεταξύ ανοικτού και ημιάνοικτου, και φυσικά μη στρογγύλο, όπως στο επόμενο διάγραμμα:

Το αμερικανικό [æ] της λέξης “cat”, χαμηλά στο χώρο, άνω-αριστερά του [a]

Όπως βλέπουμε, οι κουκκίδες δεν τοποθετούνται μόνο όπου έχουμε χαρακτηρισμένες τις περιοχές σαν “ανοικτά”, “κεντρικά”, κλπ., αλλά οπουδήποτε. Πάντως υπάρχει και μια περιοχή, η περιοχή των ανοικτών και πρόσθιων, που δεν εμφανίζεται σε καμία γλώσσα του κόσμου. Ο λόγος είναι οτι για να προφερθεί ένα τέτοιο φωνήεν πρέπει το στόμα να είναι τόσο ανοιχτό όσο στο [a], και η γλώσσα να προεξέχει των δοντιών (άβολη κατάσταση, που παραπέμπει σε εξέταση της στοματικής κοιλότητας από γιατρό). Επειδή λοιπόν καμία γλώσσα του κόσμου δεν φαίνεται να προφέρει φωνήεντα στην περιοχή εκείνη που λείπει, ο χώρος παρουσιάζεται συνήθως σαν ανεστραμμένο τραπέζιο, χωρίς τους δύο άξονες (κατακόρυφο και οριζόντιο, οι οποίοι εννοούνται), όπως φαίνεται παρακάτω:

Ο χώρος των φωνηέντων σαν ανεστραμμένο τραπέζιο

Οι γραμμές που ενώνουν τα σύμβολα τοποθετούνται γιατί δίνουν απλώς το σχήμα του χώρου. Θα εξετάσουμε μόνο 2-3 ακόμα συγκεκριμένα φωνήεντα, πριν τοποθετήσουμε όλα τα γνωστά φωνήεντα στον παραπάνω χώρο.

Τί υπάρχει στο κέντρο ακριβώς αυτού του χώρου; Το “πιο κεντρικό” φωνήεν είναι αυτό που παράγεται αν αφήσουμε τα σαγόνια-μας εντελώς ελεύθερα, το ίδιο κάνουμε και με τη γλώσσα-μας (φυσικά και με τα χείλη, όχι στρογγυλεμένα), και παράγουμε ήχο από τις φωνητικές χορδές. Αυτό είναι το περίφημο schwa (σβα), που συμβολίζεται έτσι: [] — ήχος που παρουσιάζεται συχνότατα π.χ. στα αμερικανικά αγγλικά (όπου είναι το πιο συχνό φωνήεν· ακούστε Αμερικανό να το προφέρει: ), αλλά δεν έχει συγκεκριμένο γράμμα του αγγλικού αλφαβήτου για την παράστασή του. Αυτό συμβαίνει γιατί στην αμερικανική προφορά της αγγλικής πολύ συχνά τα φωνήεντα που δεν τονίζονται “απλοποιούνται” σε schwa, δηλαδή οι φθόγγοι “τραβιούνται” από τα άκρα του χώρου και μεταφέρονται στη μέση-του, καταλήγοντας στο schwa. Ας δούμε το φωνήεν αυτό τοποθετημένο στο χώρο:

Το schwa στο κέντρο του χώρου

Στα αμερικανικά αγγλικά, πολύ συχνές λέξεις όπως οι the, and, a, an, to, at, from, for, και πολλές άλλες, όταν δεν τονίζονται στην ομιλία προφέρονται με το schwa, κι όχι με το φωνήεν που εμείς (οι Έλληνες ομιλητές) νομίζουμε οτι δηλώνει το γράμμα με το οποίο γράφονται. Έτσι, η προφορά του “the cat” (“η γάτα”) είναι [ð khæt], όχι [ðe kat] όπως συνήθως νομίζουν όσοι Έλληνες μαθαίνουν αγγλικά. (Το μικρό h μετά το k είναι μια ασθενής “δασεία” που παράγουν οι ομιλητές της αγγλικής όταν η λέξη αρχίζει από ψιλό σύμφωνο [k], [p], ή [t], ακολουθούμενο από φωνήεν.) Στο παράδειγμα [ð khæt] βλέπουμε και μερικά από τα χρησιμοποιούμενα σύμβολα του ΔΦΑ για σύμφωνα, όπως τα ð, k, και τα σύμφωνα θα τα εξετάσουμε σε επόμενη ενότητα.

Το [] υπάρχει και σε μια γειτονική-μας γλώσσα: την αλβανική. Είναι αυτό που προφέρουν οι Αλβανοί όταν γράφουν το γράμμα ë (π.χ.: Tiranë, η πρωτεύουσά τους). Η προέλευση του ονόματος “schwa ανάγεται στη γερμανική γλώσσα, όπου και εκεί ήρθε από την εβραϊκή γλώσσα.

Τέλος, ας δούμε και παραδείγματα ημιάνοικτων φωνηέντων. Είδαμε οτι τα νεοελληνικά [e] και [o] είναι ημίκλειστα. Σαν ημιάνοικτα όμως πιστεύεται οτι προφέρονταν στην αρχαία εποχή τα γράμματα η και ω. Δηλαδή εκτός από μακρά σε διάρκεια (σε αντίθεση με τα βραχέα ε και ο), τα η και ω ήσαν διαφορετικά και σε φωνητική ποιότητα από τα ε και ο. (Το ποια στοιχεία συνηγορούν σ’ αυτή την εκδοχή δεν είναι του παρόντος· εξετάζεται στο μάθημα Γ7.) Αυτή τη διαφορά στην ποιότητα οι σημερινοί Έλληνες δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε εύκολα, για λόγο που θα εξηγηθεί αργότερα. Το σύμβολο του ΔΦΑ για το ημιάνοικτο πρόσθιο φωνήεν είναι το [ε] (πρέπει να μην το μπερδεύουμε με το [e], που είναι αυτό που προφέρουμε στα νέα ελληνικά, ενώ το ΔΦΑ χρησιμοποιεί το ελληνικό έψιλον για να συμβολίσει έναν μη-νεοελληνικό φθόγγο: το αρχαιοελληνικό ήτα), και για το ημιάνοικτο οπίσθιο φωνήεν είναι το [] (σαν ανεστραμμένο λατινικό c). Ακούστε τους ήχους-τους: για το [ε]: , και για το []: . Ιδού και οι θέσεις-τους στο χώρο:

Τα ημιάνοικτα φωνήεντα [ε] και []

Το [ε] υπάρχει στα αγγλικά (“bed [bεd] = κρεββάτι), στα αλβανικά (“tre [trε] = τρία), στα γαλλικά (“bête [bεt] = ζώο), στα γερμανικά (“Bett [bεt] = κρεββάτι), στα ιταλικά (“bene [bε:ne] = καλά), και σε πολλές άλλες γλώσσες. Όπως είπαμε, μάλλον υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά της κλασικής εποχής σαν μακρό φωνήεν, συμβολιζόμενο με το γράμμα “Η”.

Το [] υπάρχει στα ιταλικά (“parola [pa:la] = λέξη), στα γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά (“åtta [:ta] = οκτώ), και σε πολλές άλλες γλώσσες. Όπως είπαμε, μάλλον υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά της κλασικής εποχής σαν μακρό φωνήεν, συμβολιζόμενο με το γράμμα “Ω”.

Είναι καιρός να δούμε τον πλήρη πίνακα όλων των συμβόλων του ΔΦΑ στο χώρο των φωνηέντων. Μεταφέροντας το δρομέα πάνω από το κάθε σύμβολο και κάνοντας κλικ εκεί ακούγεται ο ήχος του φωνήεντος. (Ήχοι δίνονται για τα περισσότερα, εκτός από μερικά “μέσα” φωνήεντα.)

Ο παραπάνω πίνακας περιλαμβάνει και τα “μέσα” e και o (με το μικρό Τ κάτω από το σύμβολο), που είναι ακριβώς οι νεοελληνικοί ήχοι των “ε”, “αι”, και “ο”, “ω”, αντίστοιχα.

Διάρκεια: βραχέα και μακρά φωνήεντα

Μια άλλη διάσταση που μπορούν να έχουν τα φωνήεντα σε μερικές γλώσσες είναι η διάρκειά τους. Συνήθως, από άποψη διάρκειας, τα φωνήεντα διακρίνονται σε βραχέα και μακρά. Η νέα ελληνική δεν κάνει τέτοια διάκριση, οπότε όλα τα φωνήεντα θεωρούνται βραχέα. Η αρχαία ελληνική όμως έκανε ακριβώς αυτή τη διάκριση.

  • Έτσι, στα αρχαία ελληνικά οι φθόγγοι [e] (του γράμματος “ε”) και [ο] (του γράμματος “ο”) ήσαν βραχείς (και τα γράμματα “ε” και “ο” ονομάζονταν “βραχέα”)· αντίθετα, οι φθόγγοι [ε:] (του γράμματος “η”) και [:] (του γράμματος “ω”) ήσαν μακροί, δηλαδή διπλάσιοι σε διάρκεια από τους βραχείς (και τα γράμματα “η” και “ω” ονομάζονταν “μακρά”)· οι φθόγγοι [a] (“α”), [i] (“ι”), και [y] (“υ”) μπορούσαν να είναι είτε βραχείς είτε μακροί, οπότε τα γράμματα αυτά ονομάζονταν “δίχρονα”· τέλος, όλοι οι δίφθογγοι (βλ. επόμενη ενότητα) ήσαν μακροί. (Σημείωση: στο ΔΦΑ, η άνω-κάτω τελεία [:] συμβολίζει επιμήκυνση χρόνου.)

  • Στα αγγλικά επίσης υπάρχουν βραχέα και μακρά φωνήεντα. Έτσι, ο φθόγγος [i:] στη λέξη “me ([mi:]) είναι μακρός, ενώ ο φθόγγος [ı] στη λέξη “tip” ([tıp]) είναι βραχύς.

Εντούτοις, πρέπει να σημειώσουμε οτι υπάρχει μια διαφορά στα παραπάνω δύο παραδείγματα γλωσσών. Η διαφορά είναι οτι στο δεύτερο παράδειγμα (αγγλική γλώσσα) το αν ένα φωνήεν είναι βραχύ ή μακρό δεν πρόκειται ποτέ “να κάνει τη διαφορά” ώστε να καταλάβουμε για ποια λέξη πρόκειται. Δηλαδή: ο φθόγγος [i:] είναι πάντα μακρό φωνήεν· δεν υπάρχει βραχύ φωνήεν [i] στη γλώσσα αυτή· αντίστοιχα, ο φθόγγος [ı] είναι πάντα βραχύ φωνήεν, δεν υπάρχει μακρό [ı:]. Αντίθετα, στην αρχαία ελληνική η διαφορά μεταξύ μακρού και βραχέος μπορούσε να διακρίνει το είδος της λέξης. Για παράδειγμα, η λέξη “κλιτύς” (“πλαγιά λόφου”, λέξη που έχει επιζήσει μέχρι σήμερα) στην ονομαστική ενικού είχε το υ βραχύ· όταν όμως το υ ήταν μακρό, τότε επρόκειτο για την αιτιατική πληθυντικού, που γραφόταν με περισπωμένη (“τὰς κλιτῦς”)· επομένως ακούγοντας το χρόνο του φωνήεντος, ο αρχαίος Έλληνας καταλάβαινε διαφορετικό νόημα. Άλλο παράδειγμα, με τελείως διαφορετικές λέξεις: το “κᾶδος” (άλφα μακρό) ήταν η δωρική μορφή του αττικού “κῆδος”, που σήμαινε “το να έχει κανείς την έννοια άλλων”, όπως επίσης τη στεναχώρια, τον καημό όπως θα λέγαμε σήμερα· όμως ο “κάδος” (άλφα βραχύ) σήμαινε περίπου αυτό που σημαίνει και σήμερα: το δοχείο για νερό ή κρασί (ενώ σήμερα μιλάμε κυρίως για κάδους απορριμμάτων), όπως και την κάλπη για ψήφους. Βλέπουμε λοιπόν οτι η διάσταση βραχύ-μακρό μπορούσε να κάνει τη διαφορά στο νόημα των αρχαίων ελληνικών λέξεων. Άλλη, σύγχρονη γλώσσα με αυτή την ιδιότητα είναι η ιαπωνική.


Δίφθογγοι

Δίφθογγοι στην ελληνική γλώσσα

Όπως σημειώσαμε νωρίτερα οτι χρειάζεται να ξαναορίσουμε το τί είναι φωνήεν σε σχέση με αυτό που μαθαίνουμε στο σχολείο (οτι δηλ. φωνήεν δεν είναι το γραπτό σύμβολο αλλά ο ήχος), κάτι αντίστοιχο κάνουμε στη γλωσσολογία και με τους διφθόγγους. Συγκεκριμένα, στο δημοτικό μαθαίνουμε οτι δίφθογγοι είναι τα αι, ει, οι, ου, αυ, ευ, και τα σπάνια υι και ηυ. Φωνολογικά όμως, αυτά δεν έχουν καμία σχέση με διφθόγγους στη νέα ελληνική γλώσσα, στην οποία είναι απλώς συμπλέγματα δύο γραμμάτων που προφέρονται είτε με ένα φωνήεν, όπως τα αι ([e]), ει, οι, υι ([i]), και ου ([u]), είτε με συνδυασμό φωνήεντος-συμφώνου, οπως τα αυ, ευ, και ηυ. Στην αρχαία ελληνική πράγματι αυτά τα συμπλέγματα γραμμάτων προφέρονταν σαν πραγματικοί δίφθογγοι, και από εκεί μας έρχεται η ορολογία αυτή: οι αρχαίοι Έλληνες γραμματιστές σωστά μιλούσαν για “διφθόγγους” αναφερόμενοι στα συμπλέγματα αυτά, γιατί τότε όντως για την προφορά-τους απαιτούνταν δύο φθόγγοι, που όμως ανήκουν σε μία συλλαβή.

Αυτός είναι και ο ορισμός του πραγματικού διφθόγγου: πρόκειται για δύο φωνήεντα που όμως προφερόμενα μαζί σχηματίζουν όχι δύο αλλά μία συλλαβή. Δίφθογγοι υπάρχουν στη νέα ελληνική, αλλά είναι σπάνιοι. Ας δούμε μερικά παραδείγματα, ξεκινώντας από μια παρατήρηση που μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε οτι στη γλώσσα-μας υπάρχουν δίφθογγοι:

Ας σκεφτούμε πώς τονίζονται οι παρακάτω λέξεις:

γάιδαρος
χάιδεψα
κορόιδεψα

Αν ίσχυε οτι το κάθε φωνήεν στην ελληνική γλώσσα απαιτεί τη δική-του συλλαβή, τότε με τις παραπάνω λέξεις θα είχαμε την ανεπίτρεπτη — κατά την ελληνική φωνολογία — κατάσταση να έχουμε τον τόνο στην “προ-προπαραλήγουσα”, δηλαδή στην 4η συλλαβή από το τέλος:

* γά·ι·δα·ρος
* χά·ι·δε·ψα
* κο·ρό·ι·δε·ψα

Αυτό είναι αδύνατο· το ελληνικό “αυτί” δεν επιτρέπει τονισμό σε μια τέτοια συλλαβή. Και όμως, οι παραπάνω είναι κανονικότατες λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Πώς εξηγείται λοιπόν ο τονισμός-τους; Η εξήγηση είναι οτι τα “άι” και “όι” στις λέξεις αυτές δεν είναι δύο συλλαβές αλλά μία· αποτελούν δηλαδή ένα δίφθογγο, οπότε οι λέξεις έχουν πράγματι τρεις συλλαβές, και ο τόνος-τους είναι στην προπαραλήγουσα:

γάι·δα·ρος
χάι·δε·ψα
κο·ρόι·δε·ψα

Το πότε έχουμε δίφθογγο και πότε όχι δεν είναι ξεκάθαρο στη νέα ελληνική, γιατί σπάνια έχουμε παραδείγματα όπως τα παραπάνω, όπου η ύπαρξη διφθόγγου αποκαλύπτεται λόγω του τονισμού. Πιο συχνά πρέπει να αντιληφθούμε την ύπαρξη διφθόγγου από τον τρόπο που χωρίζουμε τη λέξη σε συλλαβές:

αη·δό·νι
αϊ·τός
Άη Βασίλης
νε·ράι·δα
χαϊ·μα·λί
πεϊ·νιρ·λί
κο·ρόι·δο
μοιά·ζει

Ο σωστός χωρισμός σε συλλαβές φαίνεται όταν η λέξη περιλαμβάνεται σε στίχο ποιήματος με μέτρο, όπου το μέτρο αποκαλύπτει το πώς συλλαβοποιείται η λέξη. Παραδείγματος χάρη: (Με έντονα γράμματα δείχνονται οι τονισμένες από το μέτρο συλλαβές, ενώ με υπογράμμιση οι δίφθογγοι.)

Μου · πα·ρή·γγει·λε · τ’ αη·δό·νι
Βά·λε · μω·ρό · μου · χαϊ·μα·λί
Μοιά·ζεις · με · την · καρ·διά · μου

Αν τα “αη”, “αϊ”, και “οια” στους παραπάνω στίχους δεν προφερθούν σαν μία συλλαβή, οι στίχοι γίνονται άμετροι. (Ας σημειώσουμε όμως οτι το “οια” του “μοιάζεις” πιο συχνά προφέρεται όχι σαν δίφθογγος, αλλά σαν ακολουθία δύο ρινικών συμφώνων και ενός φωνήεντος, οπως θα μάθουμε στην ενότητα περί συμφώνων.)

Δεν είναι όμως πάντοτε προφανές το πώς συλλαβοποιείται η λέξη. Π.χ., σε λέξεις όπως “φράουλα”, “μποϋκοτάρω”, κι άλλες πολλές, βρίσκουμε οτι έχουμε την ευχέρεια να τις συλλαβοποιήσουμε είτε σαν να έχουν δίφθογγο, είτε χωρίς:

Λει·βά·δια · μ’ α·γριο·φρά·ου·λες [α·ου — όχι δίφθογγος]
Δυο · φράου·λες · στο · κα·λά·θι · σου [αου — δίφθογγος]

Στην πραγματικότητα, χάριν του μέτρου, σχεδόν όλοι οι δίφθογγοι στη νέα ελληνική μπορούν να διασπαστούν και να προφερθούν σαν μη-δίφθογγοι (σαν δύο συλλαβές), εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στην αρχή, όπου κάνοντας κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε τονισμό στην τέταρτη συλλαβή από το τέλος, πράγμα που δεν δέχεται σε καμία περίπτωση το αυτί του φυσικού Έλληνα ομιλητή.

Δίφθογγοι (και τρίφθογγοι) στην αγγλική

Η αγγλική γλώσσα είναι γεμάτη διφθόγγους, που όμως δεν συλλαμβάνει εύκολα το αυτί του φυσικού ομιλητή της αγγλικής λόγω της απόλυτης εξοικείωσής του μ’ αυτούς. Ο τρόπος που γράφονται οι δίφθογγοι στην αγγλική γραφή δεν είναι συστηματικός· άλλοτε γράφονται με ένα γράμμα, κι άλλοτε με δύο. Παραδείγματα (υπογραμμίζονται οι δίφθογγοι):

Λέξη Προφορά Μετάφραση
they [ðei] αυτοί
say [sei] λέω, λες, ...
make [meik] κάνω, κάνεις, ...
like [laik] αρέσω, αρέσεις, ...
out [aut] έξω
boy [boi] αγόρι
go [gou] πάω, πας, ...
fuel [fjuəl] καύσιμο

Βλέπουμε οτι στα τρία πρώτα παραδείγματα έχουμε τον ίδιο δίφθογγο ([ei]), ο οποίος γράφεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους.

Ο ομιλητής της αγγλικής δεν αντιλαμβάνεται το [ei] της λέξης “make” ή το [ou] της λέξης “go” σαν διφθόγγους, αλλά σαν απλά φωνήεντα (πράγμα που βέβαια δεν είναι), γιατί δεν υπάρχουν άλλες περιπτώσεις όπου π.χ. να εμφανίζεται ο φθόγγος [e] μοναχικός, ώστε να τίθεται θέμα διαχωρισμού μεταξύ [e] και [ei δηλ. όποτε εμφανίζεται το [e] πάντα ακολουθείται από το [i], δημιουργώντας δίφθογγο· οπότε στο αυτί του ομιλητή της αγγλικής το [ei] είναι ένα πράγμα, μία έννοια. Για το λόγο αυτό στην ορολογία της αγγλικής γλωσσολογίας οι ήχοι όπως τα [ai], [ei] και [ou] έχει επικρατήσει να λέγονται “glides”(*)· τυπικά όμως, δεν είναι παρά δίφθογγοι.

Ας σημειωθεί οτι όλες οι παραπάνω λέξεις αποτελούνται από μία συλλαβή, πράγμα που ακούγεται μερικές φορές παράξενο στους ομιλητές της ελληνικής, που είναι συνηθισμένοι να “μετρούν” διαφορετικά τις συλλαβές.

Τέλος, στα αγγλικά υπάρχουν και μερικοί σπάνιοι τρίφθογγοι, όπως στις λέξεις “fire ([fa]), power ([pa]), κ.ά., ιδίως όπως προφέρονται οι λέξεις αυτές στην αγγλική κοινόλεκτο της Βρετανίας. Και πάλι, οι λέξεις αυτές είναι μονοσύλλαβες.

Δίφθογγοι στην ισπανική

Η διαφορά στην ισπανική γλώσσα, όπου επίσης υπάρχουν δίφθογγοι, είναι οτι στη γραφή είναι πάντοτε ξεκάθαρο πότε έχουμε δίφθογγο και πότε όχι, γιατί εδώ οι δίφθογγοι γράφονται συστηματικά με δύο γράμματα, ενώ τα απλά φωνήεντα με ένα. Έτσι, οι ομιλητές της ισπανικής — εξαιρουμένων των αναλφάβητων — έχουν πολύ σαφή εικόνα του ποιοι ήχοι της γλώσσας-τους αποτελούν διφθόγγους, αφού τους βλέπουν να γράφονται με ιδιαίτερο τρόπο (με δύο γράμματα). Ιδού όλοι οι “τυπικοί” δίφθογγοι στην ισπανική γλώσσα (υπάρχουν και μερικοί που λέγονται “καταχρηστικοί”, τους οποίους παραλείπουμε):

Λέξη Προφορά Μετάφραση
hay [ai] υπάρχει
rey [rei] βασιλιάς
hoy [oi] σήμερα
muy [mui] πολύ
ha·cia ['a·sia] προς
pie [pie] πόδι
dio io] έδωσε
ciu·dad [siu·'ðað] πόλη
cuál [kual] ποιος/ποια/ποιο
fue [fue] πήγε/ήταν
fui [fui] πήγα/ήμουν
an·ti·guo [an·'ti·γuo] αρχαίος
fau·na ['fau·na] πανίδα
deu·da ['ðeu·ða] χρέος

Σύμφωνα

Και εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε τη διαφορά μεταξύ αυτού που μαθαίνουμε στο σχολείο σαν σύμφωνο (το γράμμα, ήτοι ένα από τα 24 – 7 = 17 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου), και του συμφώνου σαν έννοια της φωνητικής και φωνολογίας. Το φωνητικό σύμφωνο είναι ήχος (φθόγγος), όχι γράμμα, και σαν ήχος είναι ανεξάρτητος από τον τρόπο με τον οποίο παριστάνεται από το αλφάβητο της κάθε γλώσσας. Για παράδειγμα, το σύμφωνο-ήχος [b] παριστάνεται στην ελληνική γραφή με το σύμπλεγμα “μπ”, στην αγγλική και πολλές άλλες γραφές που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο με το γράμμα “b”, στη ρωσσική και άλλες γραφές που χρησιμοποιούν το κυριλλικό αλφάβητο με το γράμμα “б”, κλπ. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως πρόκειται για το ίδιο σύμφωνο, εφόσον οι ομιλητές διαφόρων γλωσσών τοποθετούν τα χείλη, τη γλώσσα, τα δόντια, κλπ., με τον ίδιο τρόπο προκειμένου να προφέρουν αυτόν το φθόγγο, που συμβολίζεται στο ΔΦΑ με το σύμβολο [b].

Η αναντιστοιχία μεταξύ γλωσσολογικών συμφώνων και ελληνικών γραμμάτων που ονομάζουμε “σύμφωνα” στο δημοτικό σχολείο (αλλά και στο γυμνάσιο–λύκειο) φαίνεται από το οτι υπάρχουν συμφωνικοί ήχοι στη νέα ελληνική που δεν αντιστοιχούν σε κανένα γράμμα του αλφαβήτου. Παράδειγμα είναι το ρινικό σύμφωνο που παριστάνεται με το σύμβολο [ŋ] του ΔΦΑ, και εμφανίζεται σε λέξεις όπως “άγχος”, “έλεγχος” “έλεγξα”, “αγγαρία”, κ.ά., αλλά και μεταξύ των φράσεων “τον κόπο” ([toŋ·'ko·po]), “τον γάμο” ([toŋ·'γa·mo]), “τον χρόνο” ([toŋ·'xro·no]), κλπ., όπου το “ν” προ του επόμενου συμφώνου μετατρέπεται σ’ αυτό το σύμφωνο.(*)

Άλλα παραδείγματα συμφωνικών φθόγγων της ελληνικής γλώσσας που δεν έχουν γράμματα για να παρασταθούν είναι όλοι οι “ουρανικοποιημένοι” φθόγγοι· π.χ. τα υπερωικά(*) “κ”, “γ”, “χ” όταν ακολουθούνται από [e] ή [i] (“και”, “κήπος”, “γέρος”, “γη”, “χέρι”, “χοίρος”) λέμε οτι “ουρανικοποιούνται” — σημειώστε πώς διαφέρει η προφορά των γραμμάτων αυτών από εκείνη λέξεων όπως: “κάνω”, “γούνα”, “χώρα”, κλπ). Όμως στο φαινόμενο της ουρανικοποίησης στη νέα ελληνική θα αναφερθούμε εκτενέστερα αργότερα. Προέχει τώρα να γνωρίσουμε όλα τα σύμφωνα όλων των γλωσσών του κόσμου.

Σε προηγούμενη ενότητα είδαμε οτι τα φωνήεντα τοποθετούνται σε ένα χώρο τριών διαστάσεων. Το ίδιο ισχύει και για τα σύμφωνα, με τη διαφορά οτι τώρα η κατακόρυφη διάσταση δεν έχει να κάνει με το άνοιγμα του στόματος, αλλά με τον τρόπο που προφέρεται το σύμφωνο· ενώ η οριζόντια διάσταση είναι ίδια όπως και πριν, δηλαδή εξαρτάται από την “τοποθεσία” του φθόγγου (εμπρός ή πίσω) στη στοματική κοιλότητα. Τέλος, η τρίτη διάσταση έχει και πάλι δύο καταστάσεις, που είναι το αν παράγεται ήχος (φωνή) κατά την προφορά του συμφώνου (“ηχηρά” σύμφωνα), ή αν δεν παράγεται ήχος (“άηχα” σύμφωνα). Ας δούμε το χώρο των συμφώνων:

Σύμφωνα Διχειλικά Χειλοδοντικά Οδοντικά Φατνιακά Μεταφατν. Ανακεκαμμένα Ουρανικά Υπερωικά Σταφυλικά Φαρυγγικά Γλωττιδικά
Στιγμιαία
ή Κλειστά
   
πα μπα
 
   
τα ντα
   
   

κι

γκι

   
κα γκα
   
 
 

 
   
Ρινικά
ή Έρρινα
   
 

μα

 
παμφ-
   
  να
   
   
 

νια

   
  αγχ-
   
   
Παλλόμενα
   
 
   
  τρα
     
   
   
Μονοπαλλόμενα    
   
  αρα
   
         
Τριβόμενα ή
Εξακολουθητικά
   
   
φα βα
   
θα δα
   
σα ζα
   
   
   
χι γι
   
χα γα
   
   
   
Πλευρικά
τριβόμενα
   
   
           
Προσεγγιστικά  
   
   
   
   
   
     
Πλευρικά
προσεγγιστικά
   
   
 

λα

   
   
  λια
   
     

Σημείωση: σε θαλασσί φόντο σημειώνονται τα σύμφωνα που υπάρχουν στη νέα ελληνική γλώσσα (στην κοινόλεκτο). Βλέπουμε οτι τα ελληνικά σύμφωνα είναι από 25 ως 27, ανάλογα με το πώς τα μετράμε (υπάρχουν δύο σπάνια ή αμφισβητούμενα).

Τα κενά κελλιά του πίνακα είναι συμφωνικοί φθόγγοι που θεωρητικά είναι δυνατό να παραχθούν από το ανθρώπινο φωνητικό σύστημα, αλλά δεν έχουν παρατηρηθεί σε καμία γλώσσα. Τα κελλιά με σκοτεινό μπλε χρώμα αντιστοιχούν σε σύμφωνα που είναι αδύνατο να παραχθούν από το ανθρώπινο φωνητικό σύστημα.

Εξήγηση των διαστάσεων του παραπάνω χώρου

Κατ’ αρχήν η τρίτη διάσταση: στα περισσότερα κελλιά του πίνακα βλέπουμε οτι υπάρχουν δύο συμφωνικά σύμβολα. Π.χ. στην πρώτη γραμμή και πρώτη στήλη βλέπουμε τα σύμβολα [p] και [b]. Αυτό σημαίνει οτι το αριστερό σύμβολο αντιστοιχεί σε άηχο σύμφωνο, ενώ το δεξιό στο αντίστοιχο ηχηρό. Παράδειγμα: το [p], που γράφουμε με το γράμμα “π” στα ελληνικά, είναι άηχο· αν προσθέσουμε και φωνή την ώρα που προφέρουμε το [p], τότε παράγουμε το [b], που γράφουμε με το σύμπλεγμα “μπ” στα ελληνικά. Παρόμοια, το [θ] (γράμμα “θ”) είναι άηχο, ενώ αν του προσθέσουμε φωνή παράγουμε το [ð] (γράμμα “δ”), κ.ο.κ.

Η οριζόντια διάσταση περιγράφει το πόσο εμπρός ή πίσω μέσα στη στοματική κοιλότητα σχηματίζεται ο φθόγγος, είτε με τη βοήθεια της γλώσσας, είτε με τα χείλη, είτε με τα δόντια. Οι τιμές (ή καταστάσεις) της οριζόντιας διάστασης είναι οι εξής:

  • Διχειλικά: για την προφορά-τους χρησιμοποιούνται τα δύο χείλη, όπως για τα ελληνικά [p], [b], και [m]. Σημείωση: δεν πρέπει να μας μπερδεύουν τα σύμβολα [φ] και [β] που υπάρχουν στη στήλη αυτή, που ενώ είναι ελληνικά γράμματα, δεν αντιστοιχούν σε ελληνικούς φθόγγους.

  • Χειλοδοντικά: προφέρονται με το κάτω χείλος να ακουμπά στα πάνω δόντια, όπως στα ελληνικά [f] (γράμμα “φ”), και [v] (γράμμα “β”).

  • Οδοντικά: προφέρονται τοποθετώντας τη γλώσσα μεταξύ των δοντιών. Πρόκειται για τους δύο ελληνικούς φθόγγους [θ] (γράμμα “θ”) και [ð] (γράμμα “δ”).

  • Φατνιακά: προφέρονται με τη γλώσσα να ακουμπά στα φατνία των δοντιών, δηλαδή στο άνω-εσωτερικό μέρος-τους, κοντά στην οδοντική ρίζα. Σημείωση: για τα ελληνικά [s] (“σ”) και [z] (“ζ”) η γλώσσα δεν ακουμπά στα φατνία αλλά τραβιέται πίσω. Για το λόγο αυτόν τα δύο αυτά σύμφωνα στην ελληνική φωνητική τοποθετούνται μερικές φορές σε δική-τους κατηγορία, και λέγονται συριστικά.

  • Μεταφατνιακά: η γλώσσα τραβιέται πιο πίσω, ενώ τα δόντια ενώνονται· επίσης, τα χείλη σχηματίζουν κύκλο. Πρόκειται για τα [∫] και [ʒ], που υπάρχουν σε πολλές γλώσσες, όπως στην αγγλική (“ship και “casual”, αντίστοιχα), στη ρωσσική (“шапка” και “жизнь”, αντίστοιχα), και πολλές άλλες, όχι όμως στη νεοελληνική κοινόλεκτο. Υπάρχουν πάντως στην κρητική διάλεκτο της ελληνικής, σε λέξεις όπως “παχύς” ([pa·'is]) και “γη” ([ʒi]), αντίστοιχα· όπως και στην κυπριακή διάλεκτο.

  • Ανακεκαμμένα: η γλώσσα ακουμπάει με τη μύτη-της τη στοματική κοιλότητα ακόμα πιο πάνω από τα φατνία των δοντιών, και για να το κάνει αυτό κάμπτεται, εξ ου και ο όρος “ανακεκαμμένα”. Τα σύμφωνα αυτά είναι πολύ συχνά σε ινδικές διαλέκτους, και όποιος έχει ακούσει Ινδούς να μιλούν αγγλικά θα έχει προσέξει την ιδιαιτερότητα της προφοράς-τους· η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται στην αντικατάσταση πολλών συμφώνων της αγγλικής, ιδίως των [r], [t], και [d], με τα αντίστοιχα ανακεκαμμένα.

  • Ουρανικά: εδώ να ξεκαθαρίσουμε μια πιθανή παρανόηση: στο δημοτικό σχολείο μαθαίνουμε — ακολουθώντας την ορολογία των αρχαίων Ελλήνων γραμματιστών — οτι ουρανικά είναι τα “σύμφωνα” (δηλ. τα γράμματα) “κ”, “γ”, και “χ”. Προσοχή: τα ουρανικά σύμφωνα από φωνητική άποψη είναι αυτά που σχηματίζονται όταν η μέση (ράχη) της γλώσσας ακουμπά τον ουρανό της στοματικής κοιλότητας (ενώ για τα “κ”, “γ”, και “χ”, δηλ. τα [k], [γ], και [x] αντίστοιχα, το πίσω μέρος της γλώσσας ακουμπά τη μαλακή υπερώα του στόματος — βλέπε επόμενη κατηγορία). Τα ουρανικά είναι πολύ συχνοί φθόγγοι στη νέα ελληνική αλλά δεν έχουν γράμματα που να αντιστοιχούν ακριβώς σ’ αυτά. Όπως δείχνουν τα παραδείγματα στη στήλη των ουρανικών στον πίνακα, τέτοια σύμφωνα παράγονται όταν προφέρουμε: κι, γκι, νια, χι, γι, λια, κλπ. Περισσότερα θα μάθουμε στα περί “ουρανικοποίησης” στην ελληνική γλώσσα, αργότερα (στην ενότητα περί φωνολογίας).

  • Υπερωικά: εδώ έχουμε τους φθόγγους που παράγονται από τα “κ”, “γκ”, “χ”, και “γ” όταν ακολουθούνται από κεντρικά ή οπίσθια φωνήεντα ([a], [ο], ή [u]). Η γλώσσα ακουμπά με την πίσω πλευρά τη μαλακή υπερώα του στόματος, που βρίσκεται πάνω από τη σταφυλή (βλ. επόμενη κατηγορία). Εδώ ανήκει και το ρινικό [ŋ] της ελληνικής λέξης “άγχος”, της αγγλικής “ring”, κλπ. Αυτή είναι η τελευταία κατηγορία όπου υπάρχουν σύμφωνα της νέας ελληνικής· πιο πίσω στο στόμα δεν παράγονται νεοελληνικοί φθόγγοι.

  • Σταφυλικά: για την παραγωγή-τους ενώνεται η σταφυλή με το πίσω μέρος της γλώσσας. Η σταφυλή είναι το μικρό σαρκώδες μόρφωμα, η “γλωσσίτσα” που κρέμεται από τον ουρανίσκο, και το βλέπουμε στο βάθος της στοματικής κοιλότητας αμέσως μόλις ανοίξουμε το στόμα στον καθρέφτη. Σαν σταφυλικό προφέρεται το “r” στη γερμανική (όπου είναι “τριβόμενο”), και στη γαλλική γλώσσα (όπου είναι παλλόμενο)· το τελευταίο σ’ εμάς τους Έλληνες ακούγεται σαν “έντονο γάμμα”.

  • Φαρυγγικά: παράγονται ακόμα πιο πίσω, με τη γλώσσα ν’ αγγίζει το σημείο όπου βρίσκεται η είσοδος του φάρυγγα. Είναι πολύ συχνά στις σημιτικές γλώσσες (π.χ. στην αραβική, όπου το φαρυγγικό τριβόμενο άηχο σύμφωνο μας ακούγεται σαν ένα “πολύ έντονο χ”).

  • Γλωττιδικά: παράγονται με τη γλωττίδα (προσοχή, άλλη είναι η επιγλωττίδα), που είναι η περιοχή πάνω από τις φωνητικές χορδές, όπου αρχίζει ο λάρυγγας. Γλωττιδικό σύμφωνο είναι το [h] που είναι ο αρχικός ήχος της αγγλικής λέξης “horse”. Επίσης ο ίδιος ήχος ήταν η δασεία των αρχαίων ελληνικών, που συμβολιζόταν στην κλασική εποχή με το κεφαλαίο γράμμα Η (όταν δεν υπήρχαν τα πεζά γράμματα), και αργότερα, στους ελληνιστικούς χρόνους, με ένα μισοφέγγαρο πάνω από το αρχικό φωνήεν, έτσι: ἁ. Ο ίδιος ήχος υπήρχε επίσης σαν δεύτερο συνθετικό στην προφορά των “δασέων” γραμμάτων “θ”, “φ”, και “χ”.

Σημείωση: υπάρχει τουλάχιστον μια ακόμη κατηγορία συμφώνων που δεν σημειώνεται στον πίνακα: τα επιγλωττιδικά, τα οποία παράγονται με την επιγλωττίδα, και απαντώνται πολύ σπάνια, σε ελάχιστες γλώσσες.

Τέλος, η κατακόρυφη διάσταση περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο προφέρεται το σύμφωνο. Οι τρόποι είναι οι εξής:

  • Στιγμιαία, ή κλειστά: το σύμφωνο παράγεται μόνο για μια στιγμή, δηλαδή δεν είναι δυνατή η συνεχής παραγωγή-του. Τέτοια είναι τα σύμφωνα [p] (“π”), [b] (“μπ”), [t] (“τ”), [d] (“ντ”), [k] (“κ”), [g] (“γκ”), κ.ά. της ελληνικής.

  • Ρινικά, ή έρρινα: για την παραγωγή-τους συμμετέχει η ρινική κοιλότητα, δηλαδή αν κλείσουμε τη μύτη τα σύμφωνα αυτά δεν προφέρονται.

  • Παλλόμενα: το τυπικό (και μοναδικό) παλλόμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το [r] (“ρ”), όπως παράγεται αν το “τονίσουμε”, δηλαδή αν αφήσουμε τη γλώσσα να υποστεί παλμό περισσότερες από μία φορές.

  • Μονοπαλλόμενα: αν προφέρουμε το [r] αφήνοντας τη γλώσσα να αγγίξει μόνο μία φορά τη φατνιακή περιοχή, τότε έχουμε προφέρει το αντίστοιχο μονοπαλλόμενο σύμφωνο, όπως το προφέρουμε μερικές φορές στη λέξη “άρα”. Φυσικά, στην ελληνική δεν κάνουμε διάκριση μεταξύ πολυ-παλλόμενου και μονοπαλλόμενου “ρ”· στην ισπανική γλώσσα όμως η διάκριση αυτή μπορεί να ξεχωρίσει τη μια λέξη από την άλλη, όπως στις λέξεις “pero” (“αλλά”, μονοπαλλόμενο r) και “perro” (“σκύλος”, πολυ-παλλόμενο r).

  • Τριβόμενα, ή εξακολουθητικά: πρόκειται για την πιο πολυπληθή κατηγορία συμφώνων, με εκπροσώπους σε κάθε στήλη του παραπάνω πίνακα, και μάλιστα τόσο σαν άηχα όσο και σαν ηχηρά. Τέτοια είναι τα [f] (“φ”), [v] (“β”), [θ] (“θ”), [ð] (“δ”), κλπ., της ελληνικής.

  • Πλευρικά τριβόμενα: ο όρος “πλευρικό” σημαίνει οτι ο αέρας φεύγει από τις δύο πλευρές της γλώσσας, όχι από το κέντρο. Πρόκειται για δύο πολύ σπάνια φατνιακά σύμφωνα, που απαντούνται σε γλώσσες όπως η μογγολική, η ουαλική, και η ινδιάνικη ναβάχο.

  • Προσεγγιστικά: η γλώσσα “προσεγγίζει”, αλλά δεν ακουμπάει πουθενά. Χαρακτηριστικό τέτοιο σύμφωνο είναι ο τρόπος με τον οποίο προφέρεται το “r” στην αμερικανική διάλεκτο της αγγλικής (“γενικά αμερικανικά”), όπου η γλώσσα κάμπτεται, αλλά δεν αγγίζει τον ουρανό της στοματικής κοιλότητας.

  • Πλευρικά προσεγγιστικά: και πάλι η γλώσσα προσεγγίζει, αλλά επίσης ο αέρας φεύγει απ’ τα πλάγια. Έχουμε δύο τέτοια σύμφωνα στην ελληνική: το φατνιακό, όταν το “λ” δεν ακολουθείται από [i] (“λα”, “λε”, “λο”, “λου”), και το ουρανικό, όταν το “λ” ακολουθείται από [i] (“λι”), και ιδίως μάλιστα όταν ακολουθεί ένα επιπλέον φωνήεν (“λια”, “λιε”, “λιο”, “λιου”).

Άλλα σύμφωνα: προστριβόμενα

Ο αναγνώστης ίσως να παρατήρησε οτι υπάρχουν και άλλοι συμφωνικοί φθόγγοι της ελληνικής που δεν βρίσκονται πουθενά στον πίνακα παραπάνω, όπως αυτοί που παριστάνουμε με τα συμπλέγματα “τσ” (“τσαμπί”) και “τζ” (“τζάμι”). Επίσης υπάρχουν ήχοι που εμφανίζονται σε ελληνικές διαλέκτους όπως η κρητική και η κυπριακή (“Σφαchά”=“Σφακιά” και “ανdʒέλοι” = “άγγελοι”). Αυτά τα σύμφωνα ονομάζονται προστριβόμενα (αγγλ.: affricates), και είναι συνδυασμοί ενός αρχικού στιγμιαίου και ενός τελικού τριβόμενου. Τα δύο σύμφωνα προφέρονται μαζί, χωρίς ενδιάμεσο κενό, και μάλιστα μερικές γλώσσες (όπως τα πολωνικά και τα αγγλικά) κάνουν διάκριση μεταξύ ταυτόχρονης προφοράς των δύο συμφώνων και προφοράς με ενδιάμεσο κενό. Π.χ. στα αγγλικά, ο ήχος που γράφεται με το “ch” προφέρεται σαν προστριβόμενο [t∫] (π.χ., “church” = “εκκλησία”), ενώ προφορά των [t] και [∫] με ενδιάμεσο (ελάχιστο) κενό υπάρχει στη λέξη “hotshot” (μια λέξη της αμερικανικής αργκό, κάτι σαν το δικό-μας “τζιμάνι”, “τσάκαλος”). Στο ΔΦΑ, για να ξεχωρίσουμε τη μία περίπτωση από την άλλη, όταν πρόκειται για προστριβόμενο ενώνουμε τα δύο σύμβολά του με μία κυρτή γραμμή από πάνω:

Συνήθως στα προστριβόμενα το αρχικό στιγμιαίο είναι φατνιακό (π.χ. [t], [d]), ενώ το τελικό τριβόμενο είναι φατνιακό ([s], [z]) ή μεταφατνιακό ([∫], [ʒ]). Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις, όπως το γερμανικό [pf] (π.χ.: Pfeffer” = “πιπέρι”), όπως και το σπάνιο ελληνικό [kx] (“Βάκχος”). Συζητήσιμο είναι επίσης εάν τα ελληνικά διπλά [ks] (“ξ”) και [ps] (“ψ”) είναι προστριβόμενα.

Άλλα σύμφωνα: μη πνευμονικά

Τα παραπάνω σύμφωνα του τριδιάστατου χώρου ονομάζονται πνευμονικά, γιατί για την παραγωγή-τους απαιτείται η χρήση των πνευμόνων (βγαίνει αέρας από τους πνεύμονες και παράγει τον ήχο περνώντας από τη στοματική ή ρινική κοιλότητα). Εκτός από τα πνευμονικά, υπάρχουν και μη πνευμονικά σύμφωνα, όπως τα διάφορα “κλικ” (“clicks”) που απαντώνται σε αφρικανικές γλώσσες της οικογένειας Μπαντού (Bantu). Τα συμφωνικά κλικ είναι τα εξής:

Σύμβολο ΔΦΑ   Ονομασία Ήχος
  διχειλικό κλικ
  οδοντικό κλικ
  μεταφατνιακό κλικ
  ουρανοφατνιακό κλικ
  φατνιακό πλευρικό κλικ

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ηχητικά παραδείγματα, το οδοντικό κλικ το μεταχειριζόμαστε πότε-πότε και εμείς (στην ελληνική “ενδοσυνεννόηση”) για να δηλώσουμε άρνηση (ένα είδος «όχι» με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, κυκλώνοντας τα χείλη) οπότε το παράγουμε μία φορά· όπως και για να δηλώσουμε αποδοκιμασία, οπότε είναι επαναλαμβανόμενο (όταν πρέπει να γραφεί, συνήθως το γράφουμε σαν «τσκ, τσκ, τσκ...»). Επίσης το φατνιακό πλευρικό το χρησιμοποιούν μερικές φορές οι χωρικοί σαν σινιάλο προς άλογα και γαϊδούρια. Εκτός από τα κλικ υπάρχουν και μερικοί άλλοι μη πνευμονικοί φθόγγοι, που είναι επίσης πολύ σπάνιοι.

Όποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τα μη πνευμονικά κλικ είναι δύσκολο να φανταστεί πώς μπορεί να “ενσωματώνονται” τέτοιοι ήχοι στις λέξεις μιας γλώσσας. Γιαυτό παραθέτουμε κατωτέρω τρία βίντεο που δείχνουν τη χρήση-τους. Στο πρώτο βλέπουμε ένα φυσικό ομιλητή της xhosa να εξηγεί πώς προφέρονται τρία συμφωνικά κλικ της γλώσσας-του: το οδοντικό [ | ], το φατνιακό πλευρικό [ || ], και το μεταφατνιακό [!] (με αυτή τη σειρά όταν τα εξηγεί αναλυτικά). Τα άλλα δύο είναι τραγούδια στη γλώσσα xhosa (προφέρεται «κόσα» , αν και το πρώτο σύμφωνο είναι το μεταφατνιακό κλικ [!], που θα το ακούσουμε πολλές φορές στα βίντεο αυτά). Η xhosa είναι μια γλώσσα που ομιλείται από περίπου 8 εκατομμύρια ομιλητές στη Νότιο Αφρική και τη Ζιμπάμπουε, συγγενής με τη γλώσσα των Ζουλού. Τα τραγούδια ερμηνεύει η σπουδαία Νοτιοαφρικανή τραγουδίστρια (και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα) Ζενζίλε Μίριαμ Μακίμπα (1932–2008). Στο δεύτερο από τα τρία βίντεο έχουμε ένα τραγούδι που ακούγεται σε γαμήλιες τελετές των Xhosa και ονομάζεται στα αγγλικά “the click song” (“το τραγούδι των κλικ”), ενώ το τρίτο είναι το αρκετά γνωστό “Pata Pata”.

   
Μάθημα προφοράς των κλικ   Το τραγούδι των κλικ   Pata Pata

Διάρκεια συμφώνων

Πολλές γλώσσες κάνουν διάκριση μεταξύ απλών και διπλών συμφώνων. Για παράδειγμα, ας ακούσουμε πάλι τη λέξη “åtta” (“οκτώ”) όπως την προφέρουν οι Σουηδοί, προσέχοντας τώρα όχι το φωνήεν αλλά το σύμφωνο [t]: . Βλέπουμε λοιπόν οτι δεν γράφουν χωρίς λόγο το διπλό “tt”, αλλά όταν προφέρουν το διπλό σύμφωνο είναι σαν να “κολλούν” στο σημείο εκείνο. Αυτό είναι χαρακτηριστικό των στιγμιαίων συμφώνων, όπως το [t]. Στα τριβόμενα (ή εξακολουθητικά) σύμφωνα, μεγαλώνει η διάρκεια προφοράς· για παράδειγμα, ιδού η προφορά του [l] στη λέξη “Allah” (“Θεός”) στα αραβικά: . Άλλη (ίσως πιο οικεία-μας) γλώσσα που διακρίνει μεταξύ απλών και διπλών συμφώνων είναι η ιταλική.

Στην ελληνική, η διάκριση μεταξύ απλών και διπλών συμφώνων υπήρχε στην αρχαία γλώσσα (γιαυτό γράφουμε π.χ. “πολλή” και όχι “*πολή”). Αργότερα η προφορά των διπλών συμφώνων στον ελλαδικό χώρο χάθηκε, διατηρήθηκε όμως στην κυπριακή διάλεκτο της ελληνικής, όπως και σε ελληνικές διαλέκτους της Ανατολίας (Κωνσταντινουπολίτες, Καππαδόκες, Σμυρνιοί, κ.ά.).


Συχνότητα εμφάνισης των φθόγγων της νέας ελληνικής γλώσσας (στην κοινόλεκτο)

Από μια έρευνα που έκανε ο συγγραφέας του παρόντος, μετρήθηκε η συχνότητα εμφάνισης όλων των φθόγγων της νεοελληνικής γλώσσας. Η έρευνα βασίστηκε σε σύγχρονα νεοελληνικά πεζογραφήματα και άρθρα εφημερίδων, τα οποία μετατράπηκαν αυτόματα (μέσω προγράμματος) στους φθόγγους που παράγονται από τις λέξεις-τους με την προφορά της ελληνικής κοινολέκτου. Μετρήθηκαν περίπου 70 εκατομμύρια φθόγγοι, και βρέθηκαν οι συχνότητες που φαίνονται στον παρακάτω πίνακα:

Φθόγγος Παράδειγμα
λέξης
Αριθμός
εμφανίσεων
Ποσοστό
τι 9.553.145 13,62 %
το 7.962.725 11,35 %
το 7.623.815 10,87 %
τα 7.569.630 10,79 %
με 6.456.021 9,20 %
σε 6.051.199 8,63 %
να 4.735.685 6,75 %
που 3.192.410 4,55 %
ρου 2.340.406 3,34 %
νου 2.332.809 3,33 %
μου 2.245.161 3,20 %
και 1.689.469 2,41 %
δω 1.098.707 1,57 %
καν 1.038.140 1,48 %
λεν 890.090 1,27 %
για 767.208 1,09 %
θα 747.000 1,06 %
φως 605.580 0,86 %
ελιά 554.503 0,79 %
οχιά 544.814 0,78 %
πανιά 494.217 0,70 %
χάνω 452.490 0,65 %
γάλα 404.340 0,58 %
βάλε 327.388 0,47 %
ντάμα 157.387 0,22 %
ζω 145.541 0,21 %
μπα 100.726 0,14 %
άγχος 33.999 0,05 %
γκιώνης 22.817 0,03 %
γκολ 7.290 0,01 %
Σύνολο   70.144.712 100,00 %

Βλέπουμε οτι η συχνότητα των φθόγγων είναι διαφορετική από αυτήν που αναμένουμε βάσει των γραμμάτων. Ενώ το πιο συχνό γράμμα του αλφαβήτου είναι το “α” (άλφα), ο πιο συχνός ήχος στην ελληνική γλώσσα είναι το [i]. (Ας σκεφτούμε οτι τα “ι”, “η”, “υ”, “ει”, “οι”, και το σπανιότατο “υι”, προφέρονται όλα σαν [i].) Επίσης πιο συχνό φωνήεν από το [a] είναι το [ο] (ίσως και λόγω του οτι μορφές του οριστικού άρθρου, όπως οι: “το”, “τον”, και “των”, περιλαμβάνουν αυτόν το φθόγγο).


Τονισμός και τονικότητα

Τονισμός

Στην ελληνική γλώσσα, όπως και στις περισσότερες άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, είμαστε απόλυτα εξοικειωμένοι με το γεγονός οτι μία (τουλάχιστον) συλλαβή σε κάθε λέξη τονίζεται περισσότερο από τις άλλες· είναι η συλλαβή όπου βάζουμε τον τόνο όταν γράφουμε τη λέξη (εφόσον είναι πολυσύλλαβη). Όταν λέμε οτι τονίζουμε μια συλλαβή, εννοούμε οτι ταυτόχρονα υψώνουμε τον τόνο (το ύψος, τη συχνότητα του ήχου) και δυναμώνουμε την ένταση της φωνής. Σε αρκετές μη-ινδοευρωπαϊκές γλώσσες όμως, όπως τα ιαπωνικά και τα τουρκικά, οι ομιλητές δεν υψώνουν τον τόνο του ήχου. Μπορεί π.χ. να μακραίνουν σε διάρκεια κάποια συλλαβή, επειδή όμως ο τονισμός λείπει, εμάς οι λέξεις-τους μας ακούγονται εντελώς “επίπεδες”. Ας δούμε παραδείγματα από την τουρκική γλώσσα:

  • ambalajlamak (“το να πακετάρει” [απαρέμφατο])

  • Allah’ın (“του Θεού”, ή “Θεός-σου”)

  • sokaklarda (“στα σοκάκια”)

Με ένα πρώτο άκουσμα, οι λέξεις αυτές μας ακούγονται “άτονες”, σαν να προφέρονται από ρομπότ. Αν δώσουμε περισσότερη προσοχή όμως, θα δούμε οτι οι συλλαβές -laj- στο “ambalajlamak”, -lah- στο “Allah’ın” και -kak- στο “sokaklarda” είναι ελαφρώς “τραβηγμένες”, δηλαδή μεγαλύτερες σε διάρκεια. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μακρά και βραχέα φωνήεντα, αλλά με συλλαβές που κατά περίπτωση γίνονται μακρότερες ή όχι. Φυσικά, μόνο ο Τούρκος φυσικός ομιλητής αντιλαμβάνεται την ελαφρά μεγαλύτερη διάρκεια, γιατί είναι εξοικειωμένος με την “κανονική”. Σε άλλες γλώσσες μπορεί να δυναμώνει η ένταση σε μια συλλαβή, χωρίς όμως να ανεβαίνει ο τόνος. Υπάρχουν λοιπόν διαφορετικοί τρόποι να “τονιστεί” μια συλλαβή, ενώ ο οικείος-μας ινδοευρωπαϊκός είναι απλώς ένας από τους δυνατούς τρόπους.

Τονικότητα

Μερικές γλώσσες, όπως π.χ. η κοινή (“μανδαρίνικη”) κινεζική, χρησιμοποιούν την τροποποίηση του τόνου (του ύψους) της φωνής προκειμένου να διαφοροποιήσουν λέξεις. Στα ελληνικά, σε όποια “νότα” (μουσική) και να πούμε π.χ. τη λέξη “φως”, πάντα η ίδια λέξη θα γίνει κατανοητή από αυτόν που μας ακούει. Στα κινέζικα όμως, η νότα (ή μάλλον η σχετική νότα) παίζει κρίσιμο ρόλο καθώς διαφοροποιεί τη μία λέξη από την άλλη. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στην κοινή κινεζική γλώσσα υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές “τονικότητες” που εφαρμόζουν σε κάθε συλλαβή. Το ακόλουθο παράδειγμα δείχνει τη συλλαβή [ma] η οποία ανάλογα με την τονικότητα παίρνει διαφορετικό νόημα (στα κινέζικα η κάθε συλλαβή έχει κάποιο νόημα):

Λέξη στο σύστημα
γραφής “πιν-γιν”
Πώς γράφεται
στα κινέζικα
Νόημα Προφορά ομιλητή

Όλοι οι ήχοι μαζί

“μητέρα”

“μουδιασμένος/-η/-ο”
“άλογο”
“μαλώνω, κατσαδιάζω”

Αντίστοιχα, αν πάρουμε κάποια άλλη συλλαβή, π.χ. [ta], και την προφέρουμε στις τέσσερις διαφορετικές τονικότητες, θα παράγουμε τέσσερις άλλες κινεζικές λέξεις, κ.ο.κ. Γλώσσες όπως η κινεζική λέγονται τονικές γλώσσες. Τέτοιες είναι οι περισσότερες από τις γλώσσες της υποσαχάριας Αφρικής (της οικογένειας γλωσσών μπαντού), με τη διαφορά οτι εκεί η τονικότητα έχει γραμματικές συνέπειες: μπορεί π.χ. να σημάνει το πρόσωπο (εγώ, εσύ, κλπ.), το χρόνο (ενεστώς, αόριστος, κλπ.), την άρνηση, κ.ά.· ενώ στην κινεζική η τονικότητα δεν έχει γραμματικές αλλά μόνο νοηματικές συνέπειες (διαφοροποιεί το νόημα). Επίσης σε άλλες γλώσσες δεν είναι απαραίτητο η κάθε συλλαβή να έχει διαφορετική τονικότητα, αλλά μπορεί μία τονικότητα να εφαρμόζει και να τροποποιεί όλες τις συλλαβές μιας λέξης. Υπάρχουν και ινδοευρωπαϊκές τονικές γλώσσες, όπως τα νορβηγικά, σουηδικά, λεττονικά, λιθουανικά, σερβο-κροατικά, διάλεκτοι των σλοβενικών, τα λιμβουργιανά της Ολλανδίας, τα πουντζάμπι της Ινδίας, αλλά και τα αρχαία ελληνικά.

Το σύστημα γραφής πιν-γιν (pinyin, πρώτη στήλη του πίνακα) έχει ενδιαφέρον για μας τους Έλληνες, γιατί παρόλο που είναι ένα μοντέρνο σύστημα που καθιερώθηκε ώστε οι δυτικοί να μπορούν να διαβάζουν κινέζικα με το λατινικό αλφάβητο, εντούτοις ένα παρόμοιο σύστημα είχαν καθιερώσει οι αρχαίοι Έλληνες γραμματιστές των ελληνιστικών χρόνων (τρεις τελευταίοι αιώνες π.Χ., μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου) προκειμένου να δείχνουν στους μη-φυσικούς ομιλητές της ελληνικής (που τότε είχαν γίνει πάμπολλοι, λόγω των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου σε Ασία και Αφρική, αλλά και λόγω της “μόδας” της γνώσης ελληνικών από τους Ρωμαίους) το πώς προφέρονται οι ελληνικές λέξεις. Έτσι, καθιέρωσαν τα πεζά (μικρά) γράμματα, και πάνω απ’ αυτά όρισαν σημεία που έδειχναν την τονικότητα: την οξεία, τη βαρεία, και την περισπωμένη. Τα σχήματα των τριών αυτών τονικών σημείων έδειχναν ακριβώς το πώς μεταβάλλεται το ύψος της φωνής:

  • η οξεία ήταν πλάγια από κάτω προς τα πάνω ( / ), όπως είναι και σήμερα, και έτσι δήλωνε την ύψωση της φωνής·

  • η βαρεία ήταν πλάγια από πάνω προς τα κάτω ( \ ), και έτσι δήλωνε το κατέβασμα του ύψους της φωνής·

  • και η περισπωμένη ήταν (αρχικά) συνδυασμός οξείας-βαρείας ( ^ ), οπότε δήλωνε το αρχικό ανέβασμα και στη συνέχεια το κατέβασμα του ύψους της φωνής. Στα χειρόγραφα κείμενα όμως, η “μύτη” της περισπωμένης έγινε σταδιακά κυρτή (επειδή έτσι γραφόταν πιο γρήγορα με το χέρι), και αργότερα, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους — όταν πια είχε χαθεί η τονικότητα από την προφορά της γλώσσας, και τα τονικά σημεία δεν ήσαν παρά σύμβολα στερούμενα νοήματος — η περισπωμένη απέκτησε και μια διακοσμητική “ουρίτσα”, γραφόμενη πλέον έτσι: ~. Μ’ αυτόν τον τρόπο έφτασε ως τις μέρες-μας, σαν σημείο του πολυτονικού συστήματος γραφής. Ας σημειωθεί οτι οι Ρωμαίοι διατήρησαν το αρχικό σχήμα της περισπωμένης ( ^ ) για να συμβολίζουν τον τονισμό ελληνικών λέξεων. Επίσης, το ρήμα “περισπώμαι” σήμαινε “γυρίζω κάτι πάνω-κάτω” (π.χ.: “περισπώμενος τὰς ὄψεις” = “γυρίζοντας τα μάτια πάνω-κάτω”), του οποίου η έννοια επεκτάθηκε στο γύρισμα πάνω-κάτω της φωνής.

Η τονικότητα στα αρχαία ελληνικά μπορούσε να μεταβάλει το νόημα της λέξης (όπως και στα σημερινά κινέζικα, αλλά όχι με τόσο συστηματικό τρόπο). Έτσι, η λέξη “ἡ κήρ” ([kε:r]), αλλά το μακρό ήτα με οξεία, ανεβάζοντας τη φωνή σε δύο χρόνους, σήμαινε τη μοίρα, το θάνατο· ενώ όταν η λέξη αυτή δεν ήταν στο τέλος φράσης ή πρότασης, τότε η φωνή κατέβαινε, πάλι σε δύο χρόνους, οπότε αυτό συμβολιζόταν με τη βαρεία (π.χ. στην Οδύσσεια, ραψωδία Λ: «κὴρ θανάτοιο» = “μοίρα θανάτου” ή “μαύρη μοίρα” όπως θα λέγαμε σήμερα· η Κήρ ήταν η θεά του θανάτου). Αντίθετα, μια άλλη λέξη, “τὸ κῆρ” ([kε:r], αλλά το μακρό ήτα με περισπωμένη, ανεβάζοντας τη φωνή σε ένα χρόνο και κατεβάζοντάς τη στον επόμενο) σήμαινε την καρδιά, την ψυχή (συνηρημένος τύπος του “κέαρ”, π.χ. πάλι στην Οδύσσεια, ραψωδία Χ: “σὸν κῆρ ἰανθῇ” = “η ψυχή-σου να γιάνει”). Βλέπουμε επομένως οτι ανάλογα με το πώς άλλαζε η τονικότητα κατά την προφορά(*) (κήρ – κῆρ) άλλαζε και το νόημα της λέξης.


Φωνολογία

Ενώ η φωνητική ασχολείται με τους ήχους (φθόγγους) που αντικειμενικά παράγονται σε κάθε γλώσσα, η φωνολογία ασχολείται με τους ήχους που υποκειμενικά γίνονται αντιληπτοί απ’ τους φυσικούς ομιλητές της γλώσσας. Άλλο οι ήχοι που πραγματικά παράγονται, και άλλο οι ήχοι που αντιλαμβάνονται οι ομιλητές/ακουστές. Το πώς διαφέρουν οι μεν από τους δε (άρα και η φωνητική από τη φωνολογία) θα γίνει κατανοητό αν εξετάσουμε μερικά φωνολογικά φαινόμενα στην οικεία-μας ελληνική γλώσσα.

Αφομοίωση συμφώνων στα όρια λέξεων

Ας προφέρουμε με φυσικό τρόπο τις φράσεις: “τον κόπο”, “την πόλη”, και “τον τόνο”. Αν εξετάσουμε προσεκτικά το τί προφέραμε, θα δούμε οτι παραγάγαμε τους ακόλουθους φθόγγους (όπου με το · διαχωρίζονται οι συλλαβές, και το ' μπαίνει πριν από την τονισμένη συλλαβή):

  • [toŋ·'go·po] (“τον κόπο”)

  • [tim·'bo·li] (“την πόλη”)

  • [ton·'do·no] (“τον τόνο”)

 Βλέπουμε δηλαδή οτι κανονικά δεν προφέρουμε [ton·'ko·po] — όπως θα περίμενε ο μη φυσικός ομιλητής διαβάζοντας τα γράμματα — αλλά [toŋ·'go·po]· επομένως το “ν κ” μετατράπηκε και προφέρθηκε σαν [ŋg]. Παρόμοια, στα άλλα δύο παραδείγματα, το “ν π” προφέρθηκε σαν [mb], και το “ν τ” σαν [nd]. Βέβαια οι μετατροπές αυτές δεν είναι υποχρεωτικό να γίνουν. Μπορεί π.χ. κανείς να προφέρει [toŋ·'ko·po] (μετατρέποντας μόνο το “ν” σε [ŋ], και αφήνοντας το “κ” αμετάβλητο, σαν [k]), αλλά αυτού του είδους η προφορά είναι σπάνια. Άλλος (και ιδιαίτερα οι νέοι) μπορεί να προφέρει [to·'go·po]. Πάντως σχεδόν κανείς φυσικός Έλληνας ομιλητής δεν προφέρει πραγματικά [ton·'ko·po], εκτός ίσως από τους εκφωνητές των νέων της τηλεόρασης, που υπερβάλλουν στην προφορά των φθόγγων έναν-προς-έναν (σ’ αυτό που ονομάζουν “ορθοφωνία”, που είναι όμως τεχνητή, μη φυσική προφορά).

Αυτού του είδους το φαινόμενο λέγεται “αφομοίωση” (του ρινικού [n] από το ακόλουθο στιγμιαίο, το οποίο όταν είναι άηχο γίνεται κι αυτό ηχηρό), και είναι υπεύθυνο για το οτι γράφουμε “παγκόσμιος” και όχι “*πανκόσμιος”, ή “παμπάλαιος” και όχι “*πανπάλαιος”. Όταν όμως εμφανίζεται μεταξύ των ορίων διαφορετικών λέξεων (“τον κόπο”), τότε η γραφή δεν αλλάζει, άρα δεν “προδίδει” το φαινόμενο, το οποίο ο φυσικός ομιλητής πρέπει να κάνει προσπάθεια για να εντοπίσει. Εκεί ακριβώς έγκειται και η διαφορά της φωνολογίας από τη φωνητική:

Ο φυσικός ομιλητής δεν αντιλαμβάνεται συνειδητά τους πραγματικούς ήχους (φθόγγους) που προφέρει φωνητικά· αντιλαμβάνεται τους ήχους της γλώσσας-του μόνο φωνολογικά.

Τί σημαίνει «αντιλαμβάνεται φωνολογικά»; Σημαίνει οτι, π.χ. στα προηγούμενα παραδείγματά μας, αντιλαμβάνεται όχι το [ŋg] αλλά το /νκ/· και αυτόν το συμβολισμό θα χρησιμοποιούμε από ’δώ και πέρα προκειμένου για φωνολογικούς “ήχους”: θα κλείνουμε μέσα σε δύο πλάγιες γραμμές το φωνολογικό σύμβολο, π.χ. το /ν/, εννοώντας οτι αυτό πιστεύει οτι προφέρει ο ομιλητής, ανεξάρτητα από το ποιος πραγματικά φωνητικός ήχος (φθόγγος) βγαίνει απ’ το στόμα-του. Θα χρησιμοποιούμε τα ελληνικά γράμματα του αλφαβήτου σαν σύμβολα για την ελληνική φωνολογία, εφόσον τα φωνολογικά σύμβολα εξαρτώνται από τη γλώσσα του ομιλητή, δεν είναι δηλαδή καθολικά (παγκόσμια) σύμβολα σαν τα φωνητικά. Τα φωνολογικά σύμβολα τα λέμε φωνήματα (αγγλ.: phonemes).

Το επόμενο φωνολογικό φαινόμενο που θα εξετάσουμε, αυτό της “ουρανικοποίησης”, είναι τόσο συχνό στη νέα ελληνική γλώσσα που είναι πρακτικά αδύνατο να πούμε μια πλήρη πρόταση χωρίς να το παραγάγουμε. Και όμως, περνάει εντελώς απαρατήρητο από τους φυσικούς ομιλητές! — τουλάχιστον από τη συντριπτική πλειοψηφία-τους, εκτός από ελάχιστους που παρατηρούν το πώς μιλούν, και ίσως βλέπουν οτι “κάτι περίεργο συμβαίνει” με τον τρόπο που προφέρουμε μερικά σύμφωνα.

Ουρανικοποίηση

Ας θεωρήσουμε τα υπερωικά σύμφωνα [k], [g], [x], και [γ], και ας σκεφτούμε πώς τα προφέρουμε όταν ακολουθούνται από ένα από τα δύο πρόσθια φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή είτε το [e] είτε το [i]:

[k] + [e] → [ce]: “καιρός” ([ce·'ros]) [k] + [i] → [ci]: “κυρία” [ci·'ri·a]
[g] + [e] → [Je]: “άγγελος” (['aŋ·Je·los]) [g] + [i] → [Ji]: “αγκίδα” [aŋ·'Jða]
[x] + [e] → [çe]: “χέρι” (['çe·ri]) [x] + [i] → [çi]: “χήνα” (['çi·na])
[γ] + [e] → [je]: “γέρος” (['je·ros]) [γ] + [i] → [ji]: “γύρω” (['ji·ro])

Τα υπερωικά σύμφωνα επομένως, όταν ακολουθούνται από πρόσθιο φωνήεν ουρανικοποιούνται, που σημαίνει οτι μετατρέπονται στα αντίστοιχα ουρανικά. Το “αντίστοιχα” εδώ σημαίνει οτι στον πίνακα των συμφώνων μεταφερόμαστε οριζόντια και προς τ’ αριστερά, από τη στήλη των υπερωικών στη στήλη των ουρανικών. Έτσι, το υπερωικό [k] μετατρέπεται στο αντίστοιχό του ουρανικό [c], το υπερωικό [x] μετατρέπεται στο αντίστοιχό του ουρανικό [ç], κ.ο.κ.

Το γιατί γίνονται αυτές οι μετατροπές είναι εύκολο να το δούμε: η γλώσσα, που υποτίθεται οτι προφέροντας τον υπερωικό φθόγγο θα ακουμπήσει με το πίσω μέρος-της στη μαλακή υπερώα του στόματος (πάνω από τη σταφυλή), ετοιμάζεται ήδη για τον επόμενο φθόγγο, που είναι ένα πρόσθιο φωνήεν. Επειδή όμως η μεταφορά από πίσω (μαλακή υπερώα) προς τα μπρος (πρόσθιο φωνήεν) είναι ας πούμε “κοπιαστική”, τελικά η γλώσσα ακουμπά πιο μπρος, όπου είναι η περιοχή των ουρανικών συμφώνων. Αντίθετα, αν έχουμε να προφέρουμε ένα μη-πρόσθιο φωνήεν μετά από το υπερωικό (π.χ. κεντρικό [a], ή οπίσθιο [o] ή [u]), δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να προφέρουμε το σύμφωνο σαν υπερωικό ([ka], [ko], [ku]).

Ας σημειώσουμε όμως οτι η ουρανικοποίηση είναι ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας· ο ομιλητής της αγγλικής, για παράδειγμα, προφέρει πραγματικά [ki] όταν χρειάζεται (π.χ. στη λέξη “key ), ενώ το [ci] δεν υπάρχει στα αγγλικά. (Οι Έλληνες όμως που μιλούν αγγλικά σχεδόν πάντα προφέρουν το “key” σαν [ci].) Το ίδιο ισχύει και στην ισπανική γλώσσα· ας ακούσουμε π.χ. Αργεντίνο να προφέρει [ke] (“que” = “οτι”) , και ας σημειώσουμε πώς διαφέρει από το δικό-μας “και” ([ce]).

Το ενδιαφέρον όμως είναι οτι ο Έλληνας φυσικός ομιλητής δεν αντιλαμβάνεται συνειδητά αυτές τις μετατροπές. Στο νου-του υπάρχει μια ιδέα, το /κ/, που είναι η φωνολογική οντότητα, το φώνημα. Αυτή η οντότητα “υλοποιείται” φωνητικά άλλοτε σαν [k] και άλλοτε σαν [c] (και όπως θα μάθουμε σε λίγο, αυτές οι φωνητικές υλοποιήσεις ονομάζονται “αλλόφωνα του φωνήματος” /κ/).

Εκτός από τα υπερωικά [k], [g], [x], και [γ], υπάρχουν ακόμη δύο σύμφωνα που ουρανικοποιούνται (υποχρεωτικά) στην ελληνική γλώσσα· πρόκειται για να [n] και [l], αλλά μόνο όταν ακολουθούνται από το (πολύ) πρόσθιο [i], και όχι από το κεντρο-πρόσθιο [e]. Μάλιστα εδώ υπάρχουν μερικοί Έλληνες ομιλητές που ουρανικοποιούν ελάχιστα τα “νι” και “λι”, κι άλλοι που τα ουρανικοποιούν πολύ. Όλοι όμως τα ουρανικοποιούν πολύ αν ακολουθεί και δεύτερο φωνήεν, π.χ.: “νια”, “λια”, “νιε”, “λιε”, “νιο”, “λιο”, κλπ. Ο λόγος που αυτά τα δύο σύμφωνα διαφέρουν στο πόσο υποχρεωτικά ουρανικοποιούνται από τα πρώτα τέσσερα είναι οτι τα [n] και [l] είναι πρόσθια σύμφωνα (“φατνιακά”), παράγονται δηλαδή με το εμπρός μέρος του στόματος, άρα όταν ακολουθούνται από επίσης πρόσθιο φωνήεν ([i], [e]) η γλώσσα δεν χρειάζεται να κάνει μεγάλη “διαδρομή”, οπότε το σύμφωνο δεν αλλοιώνεται ιδιαίτερα.

Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω σύμφωνα ([k], [g], [x], [γ], [n] και [l]) μπορούν να ουρανικοποιηθούν ακόμη κι αν το επόμενο φωνήεν δεν είναι πρόσθιο· δηλαδή μπορούμε να προφέρουμε [ca], [co], [cu],... [ça], [ço], [çu],... κλπ., οπότε αυτό το γράφουμε με τη βοήθεια ενός γιώτα (“κια”, “κιο”, “κιου”,... “χια”, “χιο”, “χιου”,...)· ή, σε παλιότερη γραφή, μπορεί να υπήρχε άλλου είδους /ι/ σε μια λέξη, όπως: “πλατειά”, “βαθειά”, “γλυκειά”, κλπ. (από τα αρχαιότερα “πλατεῖα”, “βαθεῖα”, “γλυκεῖα”, κλπ). Όπως όμως και να γράψουμε τις λέξεις, το σημαντικό είναι να καταλάβουμε οτι αυτό που προφέρουμε πραγματικά (φωνητικά) είναι ένα ουρανικό σύμφωνο, ακολουθούμενο από ένα φωνήεν· ενώ αυτό που αντιλαμβανόμαστε (φωνολογικά) είναι ένα άλλο σύμφωνο (υπερωικό ή φατνιακό), μετά ένα ανεπαίσθητο /ι/, και μετά ίσως και άλλο φωνήεν (/α/, /ε/, /ο/, /ου/), πράγμα που αντικατοπτρίζει η γραφή-μας.

Μια και μιλήσαμε όμως για γραφή, θα πρέπει να πούμε οτι η γραφή-μας έχει παραμείνει αναλλοίωτη (ή σχεδόν αναλλοίωτη) για χιλιάδες χρόνια, ενώ η προφορά άλλαζε. Η ουρανικοποίηση είναι μάλλον (σχετικά) πρόσφατο φαινόμενο, ενώ ο αρχαίος ομιλητής (π.χ. της κλασικής εποχής) πρόφερε ότι έγραφε, και έγραφε ότι πρόφερε· έτσι, όταν έγραφε “χιών” είναι σχεδόν βέβαιο οτι δεν πρόφερε με τον ίδιο τρόπο που λέμε εμείς “χιόνι” (όπου σήμερα το “ι” ουρανικοποιεί το “χ”).

Άσκηση 1:

Ο αναγνώστης μπορεί να βρει το τί συμβαίνει όταν “ουρανικοποιούμε” (τρόπος του λέγειν) άλλα σύμφωνα, από άλλες στήλες του πίνακα των πνευμονικών συμφώνων (← ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρο). Τί συμβαίνει στις λέξεις: “διαβάζω”, “μολύβια”, “ρύζια”, “δοντιών”, “παλάτια”, “πια”, “σταριού”, “ανηψιού”, “κουνουπιού”, “καλαμιά”, κλπ.; Ποιο είναι το αποτέλεσμα του αν το σύμφωνο είναι άηχο ή ηχηρό;

Άσκηση 2:

Γιατί το “γριά” δεν ακολουθεί τα όσα βγήκαν σαν συμπέρασμα από την άσκηση 1; Πώς μπορεί να γενικευθεί αυτή η παρατήρηση;

Αλλόφωνα

Την έννοια του αλλοφώνου την έχουμε ήδη συναντήσει. Παραδείγματος χάρη, τα [k] και [c] είναι (στην ελληνική) τα δύο αλλόφωνα του φωνήματος /κ/· τα αλλόφωνα του /χ/ είναι τα [x] και [ç]· κ.ο.κ. Επομένως τα αλλόφωνα ενός φωνήματος είναι οι φθόγγοι με τους οποίους υλοποιείται το φώνημα της δοσμένης γλώσσας.

Ας δούμε παράδειγμα αλλοφώνων φωνήματος γλώσσας διαφορετικής από την ελληνική. Ας θεωρήσουμε το φώνημα /t/ της αγγλικής όπως ομιλείται στις Η.Π.Α., και συγκεκριμένα στα λεγόμενα “γενικά αμερικανικά” (περιοχή Μεσοδυτικών Πολιτειών, εκτός της πόλης του Σικάγου), που είναι το θεωρούμενο “στάνταρ” (η κοινόλεκτος) της αμερικανικής αγγλικής. Ο Αμερικανός λοιπόν που προφέρει σε γενικά αμερικανικά θα πει το /t/ στις παρακάτω λέξεις με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους:

  • top

  • stop

  • little

  • kitten

Αν θελήσουμε να κάνουμε μεταγραφή της προφοράς των παραπάνω λέξεων με σύμβολα του ΔΦΑ, θα πρέπει να γράψουμε τα εξής:

  • [thɔp]

  • [stɔp]

  • [lɪɾl]

  • [kɪʔņ]

Βλέπουμε οτι στην πρώτη λέξη υπάρχει μια “δασεία” αλλά μετά από το σύμφωνο [t]· στη δεύτερη λέξη το [t] προφέρεται έτσι όπως θα περίμενε ο Έλληνας ομιλητής· στην τρίτη λέξη έχουμε κάτι το τελείως διαφορετικό: εδώ το [ɾ] αντιπροσωπεύει το μονοπαλλόμενο φατνιακό ηχηρό σύμφωνο, όπου το “μονοπαλλόμενο” λέγεται “flap στα αγγλικά, λέξη που χαρακτηρίζει το είδος αυτού του φθόγγου· τέλος, στην τέταρτη λέξη το αλλόφωνο που υλοποιεί το /t/ είναι το [ʔ], ένα γλωττιδικό στιγμιαίο σύμφωνο, που όταν το προφέρουμε μας δίνεται η εντύπωση οτι συμμετέχει και η μύτη (πράγματι, η γλωττίδα κλείνει στιγμιαία τη δίοδο προς τη ρινική κοιλότητα).

Ας σημειώσουμε οτι τα παραπάνω δεν ισχύουν στην τυπική βρετανική διάλεκτο (κοινόλεκτο).

Τί ακούει ο καθένας

Είδαμε οτι ο φυσικός ομιλητής δεν αντιλαμβάνεται τα αλλόφωνα του κάθε φωνήματος της γλώσσας-του (εκτός βέβαια αν έχει γνώση φωνολογίας). Αυτό που αντιλαμβάνεται είναι το φώνημα.

Τί αντιλαμβάνεται όμως ο μη φυσικός ομιλητής; Τί “ακούει” εκείνος;

Το τί θα ακούσει ο μη φυσικός ομιλητής εξαρτάται από τα φωνήματα και φθόγγους που έχει η γλώσσα-του. Παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε οτι ένας Γιαπωνέζος μαθαίνει ελληνικά. Στα γιαπωνέζικα δεν υπάρχουν ξεχωριστά σύμφωνα [r] και [l] (ρ και λ), αλλά κάτι που εμάς μας ακούγεται σαν “ενδιάμεσο”, και είναι το μονοπαλλόμενο (flap) σύμφωνο [ɾ] που συναντήσαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Επειδή ο εγκέφαλος του ενήλικου Γιαπωνέζου έχει ήδη προσαρμοστεί στο να μην ακούει τους (ξενικούς γι’ αυτόν) φθόγγους [r] και [l], όταν ο Έλληνας προφέρει αυτούς τους φθόγγους, ο Γιαπωνέζος θ’ ακούσει το σύμφωνο που μοιάζει περισσότερο μ’ αυτούς, δηλαδή το [ɾ]. Έτσι, είτε πει ο Έλληνας “κερί” είτε “κελλί”, ο Γιαπωνέζος θα το ακούσει σαν [ke·'ɾi]· κι αν προσπαθήσει να προφέρει οποιαδήποτε από τις δυο λέξεις (που μάλλον θα νομίζει οτι προφέρονται ταυτόσημα), ο Έλληνας θα ακούσει το [ke·'ɾi] σαν [ke·'li], και θα συμπεράνει οτι ο Γιαπωνέζος «δεν μπορεί να πει το ρω και το λέει σαν λάμδα». Αυτό θα συμβεί γιατί για τον Έλληνα, το [ɾ] που παράγει ο Γιαπωνέζος προσεγγίζει περισσότερο στο [l].

Αντίστροφα τώρα, ας υποθέσουμε οτι ένας Έλληνας μαθαίνει γιαπωνέζικα. Στα γιαπωνέζικα υπάρχουν βραχέα και μακρά φωνήεντα, ενώ στα νέα ελληνικά δεν υπάρχουν μακρά (έχουν χαθεί, ενώ υπήρχαν στα αρχαία), και όλα τα φωνήεντα είναι βραχέα (ή “ενός χρόνου”, αφού δεν κάνουμε διάκριση βραχέων–μακρών). Ο Γιαπωνέζος λοιπόν μπορεί να πει [o·ba·san], που σημαίνει “θεία”, όπου καί τα δύο [a] είναι βραχέα· όπως μπορεί να πει και [o·ba:·san], που σημαίνει “γιαγιά”, όπου το πρώτο [a] είναι μακρό. Εδώ, ο Έλληνας είναι που θα έχει πρόβλημα να καταλάβει τη διαφορά, γιατί προσαρμοσμένος στο να μην “ακούει” (να μη δίνει προσοχή ο εγκέφαλός του) στη διάρκεια των φωνηέντων, θα νομίσει οτι ο Γιαπωνέζος λέει την ίδια λέξη. Όταν ο Έλληνας προσπαθήσει να πει τη λέξη [o·ba:·san] (“γιαγιά”), θα την προφέρει σαν [o·ba·san] (“θεία”), και ο Γιαπωνέζος θα συμπεράνει (σωστά) οτι ο Έλληνας δεν μπορεί να προφέρει σαν μακρά τα φωνήεντα (αφού καταλάβει οτι εννοείται η γιαγιά και όχι η θεία).

Ας δούμε τώρα παραδείγματα με αλλόφωνα:

Όπως στα ελληνικά το [k] μετατρέπεται στο αλλόφωνό του [c] όταν ακολουθείται από [i] ή [e], ενώ ο Έλληνας αντιλαμβάνεται το φώνημα /κ/ καί στις δύο περιπτώσεις, έτσι και στα γιαπωνέζικα το [s] μετατρέπεται στο αλλόφωνό του [ʃ] (όπως το “sh στα αγγλικά) όταν ακολουθείται από [i], ενώ ο Γιαπωνέζος αντιλαμβάνεται το φώνημα /s/. Έτσι, ο Γιαπωνέζος λέει “Toshiba, “Mitsubishi”, κλπ., και δεν είναι σε θέσει να πει “Tosiba ή “Mitsubisi, γιατί δεν υπάρχει το [si] στη γλώσσα-του, αλλά μόνο το [ʃi] (όπως στη δική-μας δεν υπάρχει το [ki], αλλά μόνο το [ci]). Όταν λοιπόν ο Έλληνας πει “Tosiba, ο Γιαπωνέζος θα καταλάβει οτι ο Έλληνας πρόφερε λανθασμένα, αλλά (κατά κανόνα) δεν θα μπορεί να επαναλάβει το [si] που πρόφερε ο Έλληνας. (Υποθέτουμε ένα μέσο Γιαπωνέζο βέβαια, και όχι κάποιον με ιδιαίτερες γλωσσικές ικανότητες, ή με γνώσεις γλωσσολογίας.)

Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσουμε τα παραπάνω ως εξής, γενικεύοντας λίγο έναν προηγούμενο κανόνα:

Ο φυσικός ομιλητής δεν αντιλαμβάνεται τα αλλόφωνα,
τα οποία ταυτοποιεί με το φώνημα.
Ο μη φυσικός δεν αντιλαμβάνεται τους μη οικείους-του φθόγγους,
τους οποίους ταυτοποιεί με τον πλησιέστερο οικείο-του φθόγγο.

Ελάχιστα ζεύγη

Προκειμένου να επισημάνουμε το γεγονός της διαφορετικότητας των φθόγγων σε μια γλώσσα, συχνά στη γλωσσολογία εντοπίζουμε ένα ζεύγος λέξεων της γλώσσας οι οποίες διαφέρουν μόνο κατά ένα φθόγγο και πουθενά αλλού. Παραδείγματα:

  • Για να πείσουμε τον Γιαπωνέζο ή Κινέζο οτι τα φωνήματα /λ/ και /ρ/ διαφέρουν στην ελληνική, αρκεί να υποδείξουμε τις λέξεις “καλό” ([ka·'lo]) και “καρό” ([ka·'ro]), που διαφέρουν ακριβώς στους δύο αυτούς φθόγγους. Αντίθετα, ο Γιαπωνέζος ή Κινέζος δεν είναι σε θέση να παράγει ένα αντίστοιχο “ελάχιστο ζεύγος” λέξεων, γιατί ούτε στα ιαπωνικά ούτε στα μανδαρίνικα κινέζικα υπάρχουν οι φθόγγοι [l] και [r].

  • Για να μας πείσει ο Γιαπωνέζος οτι στη γλώσσα-του γίνεται διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, θα μπορούσε να υποδείξει το ελάχιστο ζεύγος λέξεων που αναφέρθηκε νωρίτερα: [o·ba·san] (“θεία”, βραχύ πρώτο [a]), και [o·ba:·san] (“γιαγιά”, μακρό πρώτο [a]).

  • Για να μας πείσει ο Κινέζος οτι στη γλώσσα-του η τονικότητα αλλάζει το νόημα των λέξεων, θα μπορούσε να υποδείξει τις λέξεις “mā(“μητέρα”) και “mǎ” (άλογο). Παρόμοια, για να μας πείσει για το ίδιο πράγμα ο αρχαίος Έλληνας (αν υπήρχε), θα μπορούσε να υποδείξει τις λέξεις “κήρ” (“μοίρα, θάνατος”) και “κῆρ” (“καρδιά, ψυχή”).

  • Για να μας πείσει ο ομιλητής της αγγλικής οτι τα [s] και [∫] είναι διαφορετικοί φθόγγοι στα αγγλικά μπορεί να υποδείξει τις λέξεις “sip” (“ρουφώ, πίνω σιγά-σιγά”) και “ship” (“πλοίο, καράβι”).

  • Για να πείσουμε άλλους οτι ο τονισμός των λέξεων (το σε ποια συλλαβή βάζουμε τον τόνο) έχει σημασία στην ελληνική, αρκεί να υποδείξουμε ένα ζεύγος λέξεων με διαφορετικό νόημα που ηχητικά διαφοροποιούνται μόνο ως προς τον τόνο· π.χ.: “χάλι” και “χαλί”, ή “τζάμι” και “τζαμί”, ή “φόρα” και “φορά”, ή “λύνω” και “λινό”, ή “δίνω” και “δεινό”, κλπ.

Ας σημειώσουμε όμως οτι η διαφορετικότητα των φθόγγων δεν μας εγγυάται την ύπαρξη ελάχιστου ζεύγους. Π.χ. στα αγγλικά οι φθόγγοι [θ] και [ð] είναι ασφαλώς διαφορετικοί, και όμως δεν υπάρχει ελάχιστο ζεύγος λέξεων για τους δύο αυτούς φθόγγους.(*) Απλώς όταν τύχει να υπάρχει ελάχιστο ζεύγος, τότε συμπεραίνουμε τη διαφορετικότητα των φθόγγων για τον φυσικό ομιλητή.


Η δομή της συλλαβής

Όλοι γνωρίζουμε οτι κάθε λέξη — τουλάχιστον των οικείων-μας Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών — αποτελείται από μία ή περισσότερες συλλαβές. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι το τί αποτελεί συλλαβή, ή πού αρχίζει αντικειμενικά η συλλαβή και πού τελειώνει.

Όπως και με τα φωνήεντα, σύμφωνα, και διφθόγγους, έτσι και με τις συλλαβές, αυτά που μαθαίνουμε στο σχολείο περιγράφουν πιο πιστά το γραπτό λόγο παρά τους ήχους (που όπως είδαμε είναι στην πραγματικότητα η γλώσσα). Επιπλέον, η σχολική γνώση είναι προσαρμοσμένη στην ελληνική γλώσσα. Αντίστοιχα, οι μαθητές π.χ. της αγγλικής μαθαίνουν το τί αποτελεί συλλαβή στη δική-τους γλώσσα, που όμως δεν συμφωνεί με τα όσα μαθαίνουν οι Έλληνες, ή άλλοι λαοί. Στη γλωσσολογία, μια συλλαβή δεν είναι γραπτή αλλά ηχητική, και ορίζεται με τρόπο ανεξάρτητο συγκεκριμένης γλώσσας. Ας δούμε λοιπόν πώς ορίζονται οι ηχητικές γλωσσολογικές συλλαβές.

Θεμελιώδη ρόλο στον ορισμό της ηχητικής συλλαβής παίζει η έννοια της ηχηρότητας (αγγλ.: sonority) των φωνηέντων και συμφώνων. Στο κάθε φωνήεν δίνουμε (αυθαίρετα) τιμή ηχηρότητας 10, που είναι η μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή. Στη συνέχεια, σε κάθε τύπο συμφώνου δίνουμε τιμή ηχηρότητας μικρότερη του 10, ανάλογα με το πόσο “ηχηρός” είναι ο τύπος — θα δούμε σε λίγο τί σημαίνει αυτό και γιατί δίνουμε αυτές τις τιμές. Η εκχώρηση τιμών ηχηρότητας έχει ως εξής:

Τύπος φθόγγου Παραδείγματα Ηχηρότητα
φωνήεντα [a], [e], [i], [æ], [ɔ], ... 10
προσεγγιστικά [ j ], [ɹ], ... 9
υγρά [l], [r], [ʎ], [ɾ], ... 8
ρινικά [m], [n], [ŋ], [ɲ], ... 7
ηχηρά τριβόμενα [v], [ð], [z], [ʒ], [ʝ], [γ], ... 6
άηχα τριβόμενα [f], [θ], [s], [∫], [ç], [x], ... 5
ηχηρά προστριβόμενα [dz], [dʒ], ... 4
άηχα προστριβόμενα [ts], [t], ... 3
ηχηρά στιγμιαία [b], [d], [ɉ], [g], ... 2
άηχα στιγμιαία [p], [t], [c], [k], ... 1

Ας δούμε τώρα μέσω ενός παραδείγματος πώς χρησιμοποιείται η ηχηρότητα για τον καθορισμό συλλαβών. Ας θεωρήσουμε τη — λίγο περίεργη, αλλά θαυμάσια για το σκοπό που τη θέλουμε — λέξη “ξεμπρόστιασμα”. Θα γράψουμε τώρα τους φθόγγους από τους οποίους αποτελείται η λέξη αυτή:

k s e b r o s t ç a z m a

(Παρατηρείστε τον υπερωικό φθόγγο ] που εισάγεται μεταξύ [t] και [a], όπως και τη φωνολογική μετατροπή του άηχου [s] σε ηχηρό [z] εμπρός από το επίσης ηχηρό [m].) Ας σημειώσουμε τώρα κάτω από κάθε φθόγγο την τιμή της ηχηρότητάς του, σύμφωνα με τον ανωτέρω πίνακα:

k s e b r o s t ç a z m a
1 5 10 2 8 10 5 1 5 10 6 7 10

Στη συνέχεια θα κάνουμε ένα “ιστόγραμμα” με τις τιμές αυτές, όπου πάνω από κάθε φθόγγο θα υψώσουμε μια μπάρα, που θα φτάνει τόσο πιο ψηλά όσο πιο μεγάλη είναι η τιμή της ηχηρότητας:




































































k s e b r o s t ç a z m a
1 5 10 2 8 10 5 1 5 10 6 7 10

Αν δούμε αυτές τις μπάρες και τα ύψη-τους από αριστερά προς τα δεξιά, θα διαπιστώσουμε οτι δεν είναι “ατάκτως ερριμμένα”, αλλά παρουσιάζουν μια νομοτέλεια: συγκεκριμένα ανεβοκατεβαίνουν, φτάνοντας σε μέγιστη τιμή όπου υπάρχει φωνήεν, και κάπου εκεί ανάμεσα υπάρχει και μια ελάχιστη τιμή. Όπου υπάρχει η ελάχιστη τιμή, εκεί είναι το σημείο όπου αρχίζει η επόμενη συλλαβή. Ας σημειώσουμε με κόκκινο χρώμα τα “τοπικά ελάχιστα”, αφού αυτά είναι τα “σύνορα” των διαδοχικών συλλαβών:




































































k s e b r o s t ç a z m a
1 5 10 2 8 10 5 1 5 10 6 7 10

Άρα σύμφωνα με τα παραπάνω, η δοσμένη λέξη αναλύεται στις εξής τέσσερις (ηχητικές) συλλαβές:

k s e · b r o s · t ç a · z m a

(Ας παρατηρήσουμε οτι η παραπάνω ηχητική συλλαβοποίηση διαφέρει ελαφρώς από την παραδοσιακή συλλαβοποίηση της ελληνικής γραφής που μαθαίνουμε στο δημοτικό σχολείο, η οποία είναι: ξε · μπρό · στια · σμα.)

Η παραπάνω μέθοδος (ή “αλγόριθμος”) λειτουργεί όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και σε κάθε γλώσσα που οι λέξεις-της αποτελούνται πιθανά από περισσότερες της μιας συλλαβές. (Εξαίρεση π.χ. είναι τα μανδαρίνικα κινέζικα, όπου οι έννοιες “λέξη” και “συλλαβή” συγχέονται.) Ο αναγνώστης μπορεί, χωρίς υποχρεωτικά να γνωρίζει αγγλικά, να εφαρμόσει τον παραπάνω αλγόριθμο στη λέξη “orthography” (προφέρεται: [ɒ ɹ θ ɔ g ɹ ə f i], όπου τα ɒ, ɔ, ə, και i είναι φωνήεντα, και το ɹ προσεγγιστικό), και να βρει τα όρια των συλλαβών.

Βλέπουμε λοιπόν οτι η κάθε συλλαβή έχει ένα μέγιστο σημείο ηχηρότητας (το φωνήεν όπως είδαμε παραπάνω, αλλά θα δούμε οτι υπάρχουν και γλώσσες όπου το μέγιστο δεν είναι υποχρεωτικά φωνήεν). Αυτό το μέγιστο σημείο ηχηρότητας το ονομάζουμε πυρήνα της συλλαβής (αγγλ.: nucleus). Ότι βρίσκεται πριν από τον πυρήνα το ονομάζουμε έμβαση (αγγλ.: onset)· και ότι ακολουθεί τον πυρήνα το ονομάζουμε έξοδο (αγγλ.: coda). Μερικές φορές η έμβαση ή/και η έξοδος μπορούν να λείπουν· ποτέ όμως δεν μπορεί να λείπει ο πυρήνας.

Υπάρχουν εντούτοις και μερικές “παγίδες” στον παραπάνω αλγόριθμο, ή ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Στην ελληνική γλώσσα, όπως και σε πολλές άλλες, συμβαίνει μερικές φορές να έχουμε δύο ή και περισσότερα φωνήεντα στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, όπως στη λέξη “προϊόν” (3 φωνήεντα). Τί κάνουμε τότε; Επειδή το κάθε φωνήεν έχει μέγιστη ηχηρότητα (10, ανεξάρτητα του αν τονίζεται ή όχι), αποτελεί από μόνο-του ένα συλλαβικό πυρήνα· επομένως, π.χ. για τη λέξη “προϊόν” κάνουμε το αναμενόμενο, δηλαδή αφιερώνουμε μία συλλαβή σε κάθε φωνήεν: [pro · i · on]. Όπως βλέπουμε, στη συλλαβή [pro] λείπει η έξοδος, στη συλλαβή [i] λείπει τόσο η έμβαση όσο και η έξοδος (είναι ένας σκέτος πυρήνας), ενώ στη συλλαβή [on] λείπει μόνο η έμβαση.

Υπάρχουν γλώσσες, όπως η σλοβενική και κάποιες άλλες σλαβικές, στις οποίες ο πυρήνας της συλλαβής δεν είναι απαραίτητα φωνήεν αλλά μπορεί να είναι και υγρό σύμφωνο, δηλαδή να έχει ηχηρότητα μικρότερη του 10. Έτσι, στα σλοβενικά η ιταλική πόλη Τεργέστη (που βρίσκεται στα σύνορα με τη Σλοβενία) γράφεται Trst, και προφέρεται ακριβώς έτσι, δηλαδή [trst]. Στους Έλληνες, όπως και στους περισσότερους άλλους ομιλητές Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, αυτό ακούγεται σαν “λέξη χωρίς φωνήεν”. Και ενώ είναι πράγματι λέξη χωρίς φωνήεν, εντούτοις έχει κανονική συλλαβική δομή με πυρήνα ο οποίος είναι το υγρό σύμφωνο [r], με ηχηρότητα ίση με 8 (έμβαση το [t], έξοδος το [st]). Απλούστατα, η σλοβενική γλώσσα επιτρέπει και πυρήνες με ηχηρότητα μικρότερη του 10. Όταν κάνουμε αυτή την παρατήρηση, βλέπουμε οτι δεν υπάρχει τίποτα το “περίεργο” στις λέξεις της γλώσσας αυτής.

Το αρχικό [s] σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί σύμφωνα με τον παραπάνω αλγόριθμο θα έπρεπε να αποτελεί από μόνο-του μια συλλαβή (ενώ δεν είναι). Για παράδειγμα, ας πάρουμε οποιαδήποτε λέξη που αρχίζει από σ- ακολουθούμενο από άηχο στιγμιαίο σύμφωνο: σκ-, σπ-, στ-. Εφόσον το [s] έχει ηχηρότητα 5, και το επόμενο σύμφωνο έχει ηχηρότητα 1, έπεται οτι από το 5 κατεβαίνουμε στο 1, για ν’ ανεβούμε μετά υποχρεωτικά σε κάποια μεγαλύτερη τιμή (αφού πιο λίγο από 1 δεν γίνεται). Άρα το 1 αποτελεί τοπικό ελάχιστο, άρα — σύμφωνα με τον αλγόριθμό μας — απαρχή συλλαβής. Τότε όμως το αρχικό [s] θα έπρεπε να αποτελεί από μόνο-του συλλαβή, πράγμα που είναι λάθος (όταν π.χ. λέμε “στον” αντιλαμβανόμαστε μία συλλαβή, όχι δύο). Άρα ο αλγόριθμος συλλαβοποίησης χρειάζεται διόρθωση. Λέμε λοιπόν οτι το αρχικό [s] έχει κατ’ εξαίρεση τιμή ηχηρότητας 0 (μηδέν), οπότε έτσι ανήκει στην έμβαση της πρώτης συλλαβής.

Ενδιαφέρουσα παρατήρηση: Ενώ γλώσσες όπως τα ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, και πολλές άλλες Ινδοευρωπαϊκές, χρειάζονται αυτή την εξαίρεση του αρχικού [s] προκειμένου οι λέξεις-τους να συλλαβοποιηθούν σωστά, στην ισπανική γλώσσα αυτό δεν συμβαίνει, γιατί στα ισπανικά δεν υπάρχει λέξη που να αρχίζει από sk-, sp-, ή st-. Όταν τα ισπανικά δανείστηκαν λέξεις από άλλες γλώσσες που άρχιζαν από τέτοιους ήχους, εισήγαγαν ένα αρχικό e- στις λέξεις αυτές. Έτσι, π.χ. οι ελληνικές λέξεις “σκορπιός”, “σπασμός”, και “στάδιο”, μεταφέρθηκαν στα ισπανικά (διαμέσου των λατινικών) σαν “escorpión”, “espasmo”, και “estadio” αντίστοιχα. Με το αρχικό e- ο Ισπανός ομιλητής συλλαβοποιεί τις λέξεις χωρίς να κάνει χρήση της εξαίρεσης του αρχικού [s] που προαναφέρθηκε, αφού το [e] έχει ηχηρότητα 10, με αποτέλεσμα το επόμενο [s] (5) να αποτελεί την έξοδο της πρώτης συλλαβής (με πυρήνα το [e]), ενώ το άηχο στιγμιαίο με ηχηρότητα 1 να αποτελεί την αρχή νέας συλλαβής. Αυτό μπορούμε να το δούμε και αλλιώς: είναι σαν τα ισπανικά να “επιμένουν” οτι η ηχηρότητα του [s] είναι πάντοτε 5, επομένως “δεν μπορούν” να αρχίσουν λέξη από sk-, sp-, ή st-, γιατί αυτό θα δημιουργούσε λάθος συλλαβοποίηση· επομένως εισάγουν το αρχικό e- όποτε απαιτείται για τη δάνεια λέξη προκειμένου να λύσουν το “πρόβλημα”. Βλέπουμε λοιπόν οτι υπάρχουν νομοτέλειες στην έννοια της ηχηρότητας, που εξαρτώνται από τη γλώσσα.

Τί γίνεται με τους διφθόγγους; Ο δίφθογγος αποτελείται από δύο φωνήεντα, τα οποία όμως δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε ώστε το καθένα να γίνει πυρήνας συλλαβής, αφού ο δίφθογγος ανήκει σε μία συλλαβή (εξ ορισμού). Η απάντηση είναι οτι επειδή κάθε δίφθογγος έχει ένα κυρίαρχο φωνήεν και ένα ασθενέστερο (π.χ.: χάιδεμα, όπου στο δίφθογγο “άι” [ai] το “α” είναι κυρίαρχο και το “i” ασθενέστερο), μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το ασθενέστερο φωνήεν έχει ηχηρότητα ίση με 9,5 και οτι οτιδήποτε έχει ηχηρότητα από 9,5 και πάνω ανήκει στον πυρήνα. Έτσι ο αλγόριθμος εξακολουθεί να λειτουργεί, τοποθετώντας ολόκληρο το δίφθογγο στον πυρήνα.

Η ηχηρότητα των φθόγγων και ο αλγόριθμος συλλαβοποίησης μας δίνουν μια εξήγηση για το γιατί οι ελληνικές λέξεις μπορούν να αρχίζουν από ορισμένα συμπλέγματα συμφώνων, δεν μπορούν όμως ν’ αρχίζουν από άλλα. Π.χ. υπάρχουν λέξεις που αρχίζουν από κρ- (“κρύο”, κλπ)· δεν υπάρχει όμως καμία λέξη που ν’ αρχίζει από ρκ-. Ο λόγος είναι τώρα προφανής: το “κρ-” είναι φυσιολογική έμβαση συλλαβής, αφού η ηχηρότητα ξεκινάει με 1 και ανεβαίνει στο 8· αν όμως μια λέξη άρχιζε με ρκ-, τότε θα είχαμε ηχηρότητα αρχικά 8 και στη συνέχεια 1, άρα το ρ- θα ήταν από μόνο-του μια συλλαβή, πράγμα που δεν επιτρέπεται στα ελληνικά (αντίθετα από τα σλοβενικά, όπως είδαμε). Παρόμοια, λέξεις μπορούν ν’ αρχίζουν από γν- (6 – 7), αλλά όχι από νγ- (7 – 6)· όμως μετά από το γν-, έχοντας ανέβει στην ηχηρότητα 7, δεν μπορούμε να “πέσουμε” σε χαμηλότερη ηχηρότητα, οπότε καμιά λέξη δεν αρχίζει από γνθ- (6 – 7 – 5)· κ.ο.κ.

Συλλαβική πολυπλοκότητα γλωσσών

Τα ελληνικά έχουν μέτρια πολυπλοκότητα στη συλλαβική δομή-τους, με την έννοια οτι η έμβαση και η έξοδος είναι κατά κανόνα πολύ απλές, και πολύ συχνά λείπει η μία ή η άλλη (και πιο σπάνια καί οι δύο).

Γλώσσα με μεγαλύτερη συλλαβική πολυπλοκότητα είναι τα αγγλικά. Ο Έλληνας που μαθαίνει αγγλικά (ή και που γνωρίζει τη γλώσσα για χρόνια), έχει συνήθως δυσκολία στο να κατανοήσει οτι μια — σχετικά μεγάλη — λέξη όπως το “strange” αποτελείται από μία μόνο συλλαβή (έμβαση [str], πυρήνας ο δίφθογγος [ei], έξοδος [ndʒ]). Γενικά η έμβαση και η έξοδος στα αγγλικά είναι κατά μέσο όρο ελαφρώς μεγαλύτερες απ’ ότι στα ελληνικά.

Στο άλλο άκρο, γλώσσα με απλούστατη συλλαβική πολυπλοκότητα είναι τα γιαπωνέζικα, όπου η κάθε συλλαβή έχει την απλή δομή σύμφωνο + φωνήεν (με μόνη εξαίρεση το [n], το οποίο μπορεί από μόνο-του να αποτελεί συλλαβή). Αυτού του είδους η συλλαβική δομή αντικατοπτρίζεται στην ιαπωνική γραφή (“χιραγκάνα” για τις γηγενείς λέξεις, και “κατακάνα” για τις δάνειες), όπου υπάρχει ένα σύμβολο για καθεμία από τις συνολικά 46 βασικές συλλαβές.

 


Σημειώσεις:

(^) Δεν είναι σύμπτωση το οτι όλες οι φυσικές γλώσσες του κόσμου που δεν κατασκευάστηκαν λόγω κάποιας ανάγκης (όπως η έλλειψη ακοής) είναι ακουστικές. Πρώτο, όλα τα είδη μαϊμούδων και πιθήκων συνεννοούνται (υποτυπωδώς έστω) μέσω ήχων, επομένως λογικό είναι να υποθέσουμε οτι η ανθρώπινη ομιλία αποτελεί μια επέκταση (μια “πολυπλοκοποίηση”) των ήχων που χρησιμοποιούσαν τα προγονικά-μας είδη. Και δεύτερο, ο ήχος, αντίθετα από το φως, έχει το πλεονέκτημα οτι δεν διαδίδεται αποκλειστικά σε ευθεία γραμμή, δηλαδή δεν χρειάζεται να βλέπουμε τον συνομιλητή-μας· μπορούμε να συνεννοούμαστε ενώ του έχουμε γυρισμένη την πλάτη, πίσω από έναν τοίχο, στο σκοτάδι, κλπ. — ιδιότητες που δεν έχει η συνεννόηση μέσω εικόνας. Αυτό αποτελεί εξελικτικό πλεονέκτημα· δηλαδή μεταξύ δύο νοητικά καλά αναπτυγμένων ειδών που συναγωνίζονται για επιβίωση στο ίδιο περιβάλλον, εκείνο που κάνει χρήση ήχων για συνεννόηση μάλλον θα επιβιώσει εις βάρος του άλλου που κάνει χρήση εικόνας.

(^) Όσο πιο αρχαία είναι η γραφή, κατά κανόνα τόσο “χειρότερη” είναι η αντιστοιχία ήχων–γραμμάτων, δηλαδή απομακρυσμένη από το “ένα προς ένα”. Αυτό συμβαίνει γιατί η προφορά εξελίσσεται, ενώ όταν ορίζεται το αλφάβητο μιας γλώσσας, αυτό αντικατοπτρίζει τους ήχους της προφοράς της γλώσσας εκείνο τον καιρό. Η απόσταση της ελληνικής γραφής απ’ την προφορά της νέας ελληνικής είναι μάλιστα μικρή, δεδομένου οτι χρησιμοποιούμε πρακτικά το ίδιο αλφάβητο επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Η αγγλική γλώσσα έχει ήδη αναπτύξει πολύ μεγάλη απόσταση από τη γραφή-της, παρά το οτι είναι μια σχετικά “νεαρή” γλώσσα. Η τουρκική γραφή, επειδή είναι πολύ πρόσφατα καθορισμένη, αντικατοπτρίζει πολύ πιστά τους ήχους που παράγουν οι Τούρκοι ομιλητές — αν και πάλι όχι με απόλυτο τρόπο.

(^) Από το ρήμα “glide που σημαίνει “γλιστράω”, επειδή το φωνήεν είναι σαν να “γλιστράει” από την αρχική ποιότητα στην τελική.

(^) Πολύ λίγες γλώσσες διαθέτουν ιδιαίτερο γράμμα για το σύμφωνο αυτό (π.χ. μία είναι η Κορεατική), που εμφανίζεται π.χ. στα αγγλικά σε όλες τις λέξεις που τελειώνουν στην πολύ κοινή κατάληξη -ing, όπως “king” (“βασιλιάς”), και γιαυτό στην αγγλική γλωσσολογική ορολογία ονομάζεται “ingma”.

(^) Τα “κ”, “γ” και “χ” είναι “υπερωικά” (αγγλ.: “velar”), και όχι “ουρανικά” (αγγλ.: “palatal”) όπως λανθασμένα ονομάζονται στο σχολείο, γιατί για να τα προφέρουμε αγγίζουμε με τη γλώσσα την υπερώα του στόματος. Τα ουρανικά είναι σύμφωνα που λείπουν από το αλφάβητο της ελληνικής, αλλά υπάρχουν σαν ήχοι. Αυτά τα θέματα θα γνωρίσουμε ευθύς αμέσως στο κυρίως κείμενο.

(^) Ας θυμηθούμε από το μάθημα των θεμελιωδών αρχών της γλωσσολογίας (Γ1) οτι η προφορά είναι πρωταρχική, ενώ η γραφή περιστασιακή. Δηλ. πρώτα υπήρξε η προφορά, και ακολούθησε η γραφή, που προσπάθησε να αποτυπώσει την προφορά. Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες έβαζαν οξεία, βαρεία, και περισπωμένη (από τους ελληνιστικούς αιώνες και μετά) επειδή έτσι μιλούσαν, κι όχι επειδή αποφάσισαν να βάζουν κάποια αυθαίρετα σημάδια πάνω στα τονισμένα φωνήεντα. Οι ιδιότητες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας εξετάζονται με λεπτομέρεια στο μάθημα Γ7.

(^) Εκτός αν συμπεριλάβουμε και αρχαιότερες λέξεις της αγγλικής, οπότε έχουμε το ελάχιστο ζεύγος “thigh” ([θai], “μηρός”), και “thy” ([ðai] “-σου”, αρχαιότερη μορφή του “your”).


Πίσω στη γενική σελίδα του Διαδικτυακού Επιστημονικού Πανεπιστημίου