Ομήρου Οδύσσεια: έμμετρη μετάφραση ραψωδίας Χ (22).
Συμπλήρωση μετάφρασης Αργύρη Εφταλιώτη

του Χάρη Φουνταλή


Το 1923, ο Έλληνας λογοτέχνης (πεζογράφος και ποιητής) Αργύρης Εφταλιώτης απεβίωσε, έχοντας κάνει μια έμμετρη μετάφραση των 21 από τις 24 συνολικά ραψωδίες (ή βιβλία, ή κεφάλαια) της Οδύσσειας του Ομήρου, αφήνοντας έτσι το έργο-του ημιτελές.

Καθώς έχουν ήδη περάσει πάνω από 70 χρόνια από το θάνατο του Εφταλιώτη, η μετάφρασή του είναι πλέον ελεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων σύμφωνα με το σχετικό νόμο (τόσο τον ελληνικό όσο και τον παγκόσμιο). Επιδίωξη του συγγραφέα του παρόντος είναι να συμπληρώσει το έργο του Εφταλιώτη, μεταφράζοντας τις τελευταίες τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας. Φυσικά το παρόν έργο προσφέρεται επίσης ελεύθερο από πνευματικά δικαιώματα, με μία μόνο — λογική ελπίζω — απαίτηση: οτι εάν ποτέ συνοδεύει τη μετάφραση του Εφταλιώτη, τότε θα πρέπει να υπάρχει σημείωση οτι οι ραψωδίες μετά την 21η είναι σε μετάφραση του γράφοντος. Προς το παρόν (Νοέμβριος 2011), έχει μεταφραστεί μόνο η 22η ραψωδία· οι υπόλοιπες δύο θα ακολουθήσουν στο άμεσο μέλλον, παρουσιαζόμενες επίσης από την παρούσα σελίδα.

Για τη μετάφραση αυτή ακολούθησα τις παρακάτω ιδέες:

  • Πρόκειται ασφαλώς για έμμετρη μετάφραση, σε δεκαπεντασύλλαβο, όπως και εκείνη του Εφταλιώτη. Η μετρική επιλογή του δεκαπεντασύλλαβου από τον Εφταλιώτη δεν είναι τυχαία· όπως στην αρχαία εποχή το πιο κοινό και “με κύρος” μέτρο ήταν το δακτυλικό εξάμετρο (που καθιερώθηκε κυρίως λόγω της Ιλιάδας και Οδύσσειας), έτσι και στη νεοελληνική εποχή το πιο κοινό και “λαϊκό” μέτρο είναι ο δεκαπεντασύλλαβος(*). Εφόσον λοιπόν μεταφράζονται οι λέξεις, το αναμενόμενο είναι να “μεταφραστεί” και το μέτρο.

  • Είναι στη φυσική γλώσσα του συγγραφέα (τα νέα ελληνικά του 20ού – 21ου αιώνα), και όχι στη λογοτεχνική γλώσσα του Εφταλιώτη, γιατί δεν θα μπορούσα ποτέ να δημιουργήσω ένα κείμενο που να μην είναι στη γλώσσα που μιλώ καθημερινά. Παρ’ όλ’ αυτά, όπου υπήρχαν επαναλαμβανόμενες φράσεις του Ομήρου, αυτές τις δανείστηκα από τη μετάφραση του Εφταλιώτη. (Π.χ.: «Γυρνά τότ’ ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει», όπου το «κρένει» είναι λέξη που δεν θα χρησιμοποιούσα σε άλλη περίπτωση). Δανείστηκα και ορισμένες λέξεις-κλισέ του Εφταλιώτη (π.χ. το «τρίξυπνος» σαν μετάφραση του «πολύμητις»).

Επίσης επέβαλα στον εαυτό-μου κάποιους περιορισμούς, που τους δίνω παρακάτω κατά φθίνουσα προτεραιότητα:

  • Το μέτρο πρέπει να είναι αλάνθαστο. Εδώ πρέπει να πω οτι η μετάφραση του Εφταλιώτη, παρ’ όλο που είναι πολύ ανώτερη από τη δική-μου σε λογοτεχνική αξία, εντούτοις χάνει στο μέτρο πού και πού. Π.χ., στη ραψωδία Δ του Εφταλιώτη διαβάζουμε το εξής (προς το τέλος): «Κι η Ευρύκλεια η παραμάνα της γυρνάει κι απολογιέται»· ήτοι για να γίνουν 15 συλλαβές πρέπει να θεωρήσουμε διφθόγγους (μια συλλαβή) τα: «Κι η Ευ», «λεια η» και «νάει». (Το μέτρο ρέει πιο ομαλά έτσι: «Κι η παραμάνα Ευρύκλεια γυρνά κι απολογιέται».) Παραβίαση του μέτρου δεν υπάρχει στη δική-μου μετάφραση. Επειδή επιθυμώ το μέτρο να ρέει ομαλότατα, έχω κάνει ευρεία χρήση της αποστρόφου, βοηθώντας έτσι τον αναγνώστη και δείχνοντάς του ποιες συλλαβές θεωρώ πως πρέπει να απαλειφθούν κατά την ανάγνωση. (Π.χ.: «μα άσ’-τ’ αυτά για τους θεούς, μια που ’ν’ ανώτεροί σου.»)

  • Η μετάφρασή μου οφείλει να αντιστοιχεί σειρά προς σειρά με το πρωτότυπο. Και αυτόν τον κανόνα ο Εφταλιώτης περιστασιακά τον παραβίασε. Π.χ. στη ραψωδία Α, στην τρίτη μόλις παράγραφο έχει 11 σειρές, ενώ ο Όμηρος έχει 10· ενώ προς τα 2/5 της ίδιας ραψωδίας υπάρχει παράγραφος του Ομήρου με 22 σειρές, ενώ του Εφταλιώτη έχει 19. Στη μετάφρασή μου αυτός είναι επίσης απόλυτος περιορισμός, μην έχοντας παραβιαστεί πουθενά.

  • Πρέπει να αντιστοιχούν, όσο είναι δυνατό, ακόμα και οι λέξεις, και ακόμα και ο γραμματικός τύπος των λέξεων — όπου αυτό δεν κάνει αφύσικο το κείμενο. Αυτόν τον περιορισμό τον έβαλα γιατί τη μετάφραση την ξεκίνησα σαν μέρος ενός λογισμικού (προγράμματος υπολογιστή) που έχω αναπτύξει, του Κλασικού Αναγνώστη, το οποίο είναι ένα πρόγραμμα που παρουσιάζει αρχαία κλασικά κείμενα στην αριστερή σελίδα, με μεταφράσεις-τους στη δεξιά σελίδα. Επειδή ο Κλασικός Αναγνώστης είναι ένα εργαλείο για την κατανόηση και μάθηση της αρχαίας-μας γλώσσας, είναι πιο βολικό για τον χρήστη του προγράμματος να βλέπει μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη αντιστοιχία λέξεων αριστερά και δεξιά, και ακόμη και γραμματικών τύπων. Παράδειγμα: στη σειρά 33 (4η παράγραφος) της ραψωδίας Χ, ο Όμηρος λέει:
    «ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ’ ἐφῆπτο»,
    που μετάφρασα:
    «πως και για κείνους όλους-τους είχ’ έρθει ο χαμός-τους».
    Επειδή το «ἐφῆπτο» είναι υπερσυντέλικος (του ρήματος ἐφάπτω) χρησιμοποίησα κ’ εγώ υπερσυντέλικο («είχ’ έρθει»), ενώ θα μπορούσα να πω «έφτασε», πάλι διατηρώντας το μέτρο. Παρόμοια για την ευκτική έγκλιση, τη μέση φωνή, κλπ.

  • Υπάρχει κ’ ένας τέταρτος περιορισμός, που όμως είναι τοπικός (σε μέρος μόνο της μετάφρασης), και θα προτιμούσα να μην τον αποκαλύψω. Ο περιορισμός αυτός αφήνεται σαν ένα είδος αινίγματος για τον αναγνώστη.

Γνωρίζω ασφαλώς οτι υπάρχουν και άλλες έμμετρες μεταφράσεις της Οδύσσειας. Υπάρχει π.χ. η μετάφραση του Ζήσιμου Σίδερη, πολύ καλή κατά την άποψή μου, σε δεκαπεντασύλλαβο, και πολύ πιστή στο μέτρο. Αλλά πρόκειται για ολόκληρη την Οδύσσεια, δηλ. δεν φτιάχτηκε για να συμπληρώνει απλώς τη μετάφραση του Εφταλιώτη. Αυτό ισχύει φυσικά και για τη μετάφραση των Νίκου Καζαντζάκη – Ιωάννη Κακριδή, την οποία δεν έχω διαβάσει. Εκείνη του Σίδερη είναι πλέον ελεύθερη δικαιωμάτων (ο Σίδερης πέθανε το 1933), όχι όμως και εκείνη των Καζαντζάκη (1883 – 1957) και Κακριδή (1901 – 1992), των οποίων τα δικαιώματα τα έχουν οι νόμιμοι κληρονόμοι-τους. Επίσης υπάρχει η μετάφραση του Νικόλαου Ποριώτη, που έχει ακριβώς το σκοπό της συμπλήρωσης της μετάφρασης του Εφταλιώτη, καθώς περιλαμβάνει μόνο τις ραψωδίες 22, 23, και 24. Δυστυχώς όμως η μετάφραση του Ποριώτη δεν είναι σε δεκαπεντασύλλαβο αλλά σε δεκαεπτασύλλαβο· επιπλέον, ο “δεκαεπτασύλλαβος” του Ποριώτη πολύ συχνά χάνει εντελώς το μέτρο, και μοιάζει με πεζογράφημα. (Παραδείγματος χάρη, σειρά 7: «θα μάθω αν θα το πετύχω, κι ο Απόλλωνας δόξα αν μου δώση» — 19 συλλαβές, και άμετρο τελείως.) Η ανυπαρξία ικανοποιητικής συμπλήρωσης (και μόνο συμπλήρωσης) του Εφταλιώτη ήταν από τα κύρια κίνητρά μου για το έργο αυτό. Βλέπετε, δεν μπορεί κανείς να πάρει τις τρεις τελευταίες ραψωδίες της μετάφρασης του Σίδερη και να πει οτι συμπλήρωσε τον Εφταλιώτη, γιατί η μετάφραση του Σίδερη αποτελεί μια ολότητα 24 ραψωδιών. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο δεν πρόκειται ποτέ να προχωρήσω το έργο αυτό πέραν των τριών τελευταίων ραψωδιών.

Τέλος, θα ήθελα να ενθαρρύνω τους αναγνώστες που βρίσκουν αυτό το έργο άξιο συνέχισης να αποκτήσουν τον Κλασικό Αναγνώστη (πληροφορίες εδώ). Εκτός του οτι θα βρουν ολόκληρη τη μετάφραση του Εφταλιώτη με τη συμπλήρωσή της (όπως και άλλα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: Ηρόδοτο, Πλάτωνα, κ.ά.), εκεί δίνονται και άλλες δυνατότητες, όπως το να βλέπετε τη μετάφραση και τα γραμματικά στοιχεία αρχαίων λέξεων απλώς περνώντας με το δρομέα από πάνω-τους. Σημειώστε οτι αγοράζοντας τον Κλασικό Αναγνώστη συμβάλλετε στη συνέχιση του παρόντος έργου: όσο περισσότερο οικονομικό όφελος φέρει ο Κλασικός Αναγνώστης στον υπογράφοντα, τόσο πιο πολύς χρόνος αφιερώνεται για την περαιτέρω ανάπτυξή του, ανάπτυξη που περιλαμβάνει και το παρόν έργο.

Χωρίς άλλα πολλά λόγια, προχωρώ τώρα στην παρουσίαση της μετάφρασης. Μετά το τέλος-της, εξηγώ ορισμένες λεπτομέρειες για το σύστημα γραφής που ακολουθώ, όπως και για το ποιες πηγές χρησιμοποίησα.

 


Ρ Α Ψ Ω Δ Ι Α   Χ (κβ΄)

αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις ᾿Οδυσσεύς,
ἆλτο δ’ ἐπὶ μέγαν οὐδόν, ἔχων βιὸν ἠδὲ φαρέτρην
ἰῶν ἐμπλείην, ταχέας δ’ ἐκχεύατ’ ὀϊστοὺς
αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν:
«οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται:
νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,
εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος ᾿Απόλλων.»

ἦ καὶ ἐπ’ ᾿Αντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν.
ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε,
χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα,
ὄφρα πίοι οἴνοιο: φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ
μέμβλετο: τίς κ’ οἴοιτο μετ’ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι
μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη,
οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν;
τὸν δ’ ᾿Οδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ,
ἀντικρὺ δ’ ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἤλυθ’ ἀκωκή.
ἐκλίνθη δ’ ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς
βλημένου, αὐτίκα δ’ αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν
αἵματος ἀνδρομέοιο: θοῶς δ’ ἀπὸ εἷο τράπεζαν
ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ’ εἴδατα χεῦεν ἔραζε:
σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ’ ὁμάδησαν
μνηστῆρες κατὰ δώμαθ’, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα,
ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα,
πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους:
οὐδέ πη ἀσπὶς ἔην οὐδ’ ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι.
νείκειον δ’ ᾿Οδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι:

«ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι: οὐκέτ’ ἀέθλων
ἄλλων ἀντιάσεις: νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες ὃς μέγ’ ἄριστος
κούρων εἰν ᾿Ιθάκῃ: τῷ σ’ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.»

ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα
ἄνδρα κατακτεῖναι: τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν,
ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ’ ἐφῆπτο.
τοὺς δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:

«ὦ κύνες, οὔ μ’ ἔτ’ ἐφάσκεθ’ ὑπότροπον οἴκαδ’ ἱκέσθαι
δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον,
δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως,
αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα,
οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
οὔτε τιν’ ἀνθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν ἔσεσθαι:
νῦν ὑμῖν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ’ ἐφῆπται.»

ὣς φάτο, τοὺς δ’ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλεν:
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον.
Εὐρύμαχος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν:

«εἰ μὲν δὴ ᾿Οδυσεὺς ᾿Ιθακήσιος εἰλήλουθας,
ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον ᾿Αχαιοί,
πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ’ ἐπ’ ἀγροῦ.
ἀλλ’ ὁ μὲν ἤδη κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων,
᾿Αντίνοος: οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα,
οὔ τι γάμου τόσσον κεχρημένος οὐδὲ χατίζων,
ἀλλ’ ἄλλα φρονέων, τά οἱ οὐκ ἐτέλεσσε Κρονίων,
ὄφρ’ ᾿Ιθάκης κατὰ δῆμον ἐϋκτιμένης βασιλεύοι
αὐτός, ἀτὰρ σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας.
νῦν δ’ ὁ μὲν ἐν μοίρῃ πέφαται, σὺ δὲ φείδεο λαῶν
σῶν: ἀτὰρ ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον,
ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται ἐν μεγάροισι,
τιμὴν ἀμφὶς ἄγοντες ἐεικοσάβοιον ἕκαστος,
χαλκόν τε χρυσόν τ’ ἀποδώσομεν, εἰς ὅ κε σὸν κῆρ
ἰανθῇ: πρὶν δ’ οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι.»

τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:
«Εὐρύμαχ’, οὐδ’ εἴ μοι πατρώϊα πάντ’ ἀποδοῖτε,
ὅσσα τε νῦν ὔμμ’ ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ’ ἐπιθεῖτε,
οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι
ἢ φεύγειν, ὅς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξῃ:
ἀλλά τιν’ οὐ φεύξεσθαι ὀΐομαι αἰπὺν ὄλεθρον.»

ὣς φάτο, τῶν δ’ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ.
τοῖσιν δ’ Εὐρύμαχος προσεφώνεε δεύτερον αὖτις:

«ὦ φίλοι, οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους,
ἀλλ’ ἐπεὶ ἔλλαβε τόξον ἐΰξοον ἠδὲ φαρέτρην,
οὐδοῦ ἄπο ξεστοῦ τοξάσσεται, εἰς ὅ κε πάντας
ἄμμε κατακτείνῃ: ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης.
φάσγανά τε σπάσσασθε καὶ ἀντίσχεσθε τραπέζας
ἰῶν ὠκυμόρων: ἐπὶ δ’ αὐτῷ πάντες ἔχωμεν
ἀθρόοι, εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν ἠδὲ θυράων,
ἔλθωμεν δ’ ἀνὰ ἄστυ, βοὴ δ’ ὤκιστα γένοιτο:
τῷ κε τάχ’ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»

ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξὺ
χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον, ἆλτο δ’ ἐπ’ αὐτῷ
σμερδαλέα ἰάχων: ὁ δ’ ἁμαρτῆ δῖος ᾿Οδυσσεὺς
ἰὸν ἀποπροίει, βάλε δὲ στῆθος παρὰ μαζόν,
ἐν δέ οἱ ἥπατι πῆξε θοὸν βέλος: ἐκ δ’ ἄρα χειρὸς
φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ
κάππεσεν ἰδνωθείς, ἀπὸ δ’ εἴδατα χεῦεν ἔραζε
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον: ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ
θυμῷ ἀνιάζων, ποσὶ δὲ θρόνον ἀμφοτέροισι
λακτίζων ἐτίνασσε: κατ’ ὀφθαλμῶν δ’ ἔχυτ’ ἀχλύς.

᾿Αμφίνομος δ’ ᾿Οδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο
ἀντίος ἀΐξας, εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ,
εἴ πώς οἱ εἴξειε θυράων. ἀλλ’ ἄρα μιν φθῆ
Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν χαλκήρεϊ δουρὶ
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν:
δούπησεν δὲ πεσών, χθόνα δ’ ἤλασε παντὶ μετώπῳ.
Τηλέμαχος δ’ ἀπόρουσε, λιπὼν δολιχόσκιον ἔγχος
αὐτοῦ ἐν ᾿Αμφινόμῳ: περὶ γὰρ δίε μή τις ᾿Αχαιῶν
ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε
φασγάνῳ ἀΐξας ἠὲ προπρηνέα τύψας.
βῆ δὲ θέειν, μάλα δ’ ὦκα φίλον πατέρ’ εἰσαφίκανεν,
ἀγχοῦ δ’ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«ὦ πάτερ, ἤδη τοι σάκος οἴσω καὶ δύο δοῦρε
καὶ κυνέην πάγχαλκον, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν
αὐτός τ’ ἀμφιβαλεῦμαι ἰών, δώσω δὲ συβώτῃ
καὶ τῷ βουκόλῳ ἄλλα: τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον.»

τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:
«οἶσε θέων, ἧός μοι ἀμύνεσθαι πάρ’ ὀϊστοί,
μή μ’ ἀποκινήσωσι θυράων μοῦνον ἐόντα.»

ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,
βῆ δ’ ἴμεναι θάλαμόνδ’, ὅθι οἱ κλυτὰ τεύχεα κεῖτο.
ἔνθεν τέσσαρα μὲν σάκε’ ἔξελε, δούρατα δ’ ὀκτὼ
καὶ πίσυρας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας:
βῆ δὲ φέρων, μάλα δ’ ὦκα φίλον πατέρ’ εἰσαφίκανεν,
αὐτὸς δὲ πρώτιστα περὶ χροῒ δύσετο χαλκόν:
ὣς δ’ αὔτως τὼ δμῶε δυέσθην τεύχεα καλά,
ἔσταν δ’ ἀμφ’ ᾿Οδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην.

αὐτὰρ ὅ γ’, ὄφρα μὲν αὐτῷ ἀμύνεσθαι ἔσαν ἰοί,
τόφρα μνηστήρων ἕνα γ’ αἰεὶ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
βάλλε τιτυσκόμενος: τοὶ δ’ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.
αὐτὰρ ἐπεὶ λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα,
τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
ἔκλιν’ ἑστάμεναι, πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα,
αὐτὸς δ’ ἀμφ’ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον,
κρατὶ δ’ ἐπ’ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν,
ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν:
εἵλετο δ’ ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ.

ὀρσοθύρη δέ τις ἔσκεν ἐϋδμήτῳ ἐνὶ τοίχῳ,
ἀκρότατον δὲ παρ’ οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ’ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι.
τὴν δ’ ᾿Οδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν
ἑσταότ’ ἄγχ’ αὐτῆς: μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμή.
τοῖς δ’ ᾿Αγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων:

«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβαίη
καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ’ ὤκιστα γένοιτο;
τῷ κε τάχ’ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»

τὸν δ’ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν:
«οὔ πως ἔστ’, ᾿Αγέλαε διοτρεφές: ἄγχι γὰρ αἰνῶς
αὐλῆς καλὰ θύρετρα καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης:
καί χ’ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ’ ἄλκιμος εἴη.
ἀλλ’ ἄγεθ’, ὑμῖν τεύχε’ ἐνείκω θωρηχθῆναι
ἐκ θαλάμου: ἔνδον γάρ, ὀΐομαι, οὐδέ πη ἄλλῃ
τεύχεα κατθέσθην ᾿Οδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.»

ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
εἰς θαλάμους ᾿Οδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο.
ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε’ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα
καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας:
βῆ δ’ ἴμεναι, μάλα δ’ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκεν.
καὶ τότ’ ᾿Οδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα
μακρὰ τινάσσοντας: μέγα δ’ αὐτῷ φαίνετο ἔργον.
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«Τηλέμαχ’, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.»

τὸν δ’ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ’ ἤμβροτον--οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος--ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν
κάλλιπον ἀγκλίνας: τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων.
ἀλλ’ ἴθι, δῖ’ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο
καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ’ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει,
ἢ υἱὸς Δολίοιο, Μελανθεύς, τόν περ ὀΐω.»

ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
βῆ δ’ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός,
αἶψα δ’ ᾿Οδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα:

«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν’ ᾿Οδυσσεῦ,
κεῖνος δ’ αὖτ’ ἀΐδηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ’ αὐτοί,
ἔρχεται ἐς θάλαμον: σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες,
ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι,
ἦε σοὶ ἐνθάδ’ ἄγω, ἵν’ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ
πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.»

τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:
«ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς
σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας.
σφῶϊ δ’ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ’ ἐκδῆσαι ὄπισθε,
σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
κίον’ ἀν’ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν,
ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ’ ἄλγεα πάσχῃ:»

ὣς ἔφαθ’, οἱ δ’ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ’ ἐπίθοντο,
βὰν δ’ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα.
ἦ τοι ὁ μὲν θαλάμοιο μυχὸν κάτα τεύχε’ ἐρεύνα,
τὼ δ’ ἔσταν ἑκάτερθε παρὰ σταθμοῖσι μένοντε.
εὖθ’ ὑπὲρ οὐδὸν ἔβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων καλὴν τρυφάλειαν,
τῇ δ’ ἑτέρῃ σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ,
Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκε:
δὴ τότε γ’ ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δὲ λέλυντο ἱμάντων:
τὼ δ’ ἄρ’ ἐπαΐξανθ’ ἑλέτην ἔρυσάν τέ μιν εἴσω
κουρίξ, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ,
σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον θυμαλγέϊ δεσμῷ
εὖ μάλ’ ἀποστρέψαντε διαμπερές, ὡς ἐκέλευσεν
υἱὸς Λαέρταο, πολύτλας δῖος ᾿Οδυσσεύς:
σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
κίον’ ἀν’ ὑψηλὴν ἔρυσαν πέλασάν τε δοκοῖσι.
τὸν δ’ ἐπικερτομέων προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:

«νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις,
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν:
οὐδέ σέ γ’ ἠριγένεια παρ’ ᾿Ωκεανοῖο ῥοάων
λήσει ἐπερχομένη χρυσόθρονος, ἡνίκ’ ἀγινεῖς
αἶγας μνηστήρεσσι δόμον κάτα δαῖτα πένεσθαι.»

ὣς ὁ μὲν αὖθι λέλειπτο, ταθεὶς ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ:
τὼ δ’ ἐς τεύχεα δύντε, θύρην ἐπιθέντε φαεινήν,
βήτην εἰς ᾿Οδυσῆα δαΐφρονα, ποικιλομήτην.
ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν, οἱ μὲν ἐπ’ οὐδοῦ
τέσσαρες, οἱ δ’ ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί.
τοῖσι δ’ ἐπ’ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν ᾿Αθήνη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
τὴν δ’ ᾿Οδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε:

«Μέντορ, ἄμυνον ἀρήν, μνῆσαι δ’ ἑτάροιο φίλοιο,
ὅς σ’ ἀγαθὰ ῥέζεσκον: ὁμηλικίην δέ μοί ἐσσι.»

ὣς φάτ’, ὀϊόμενος λαοσσόον ἔμμεν ᾿Αθήνην.
μνηστῆρες δ’ ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι:
πρῶτος τήν γ’ ἐνένιπε Δαμαστορίδης ᾿Αγέλαος:

«Μέντορ, μή σ’ ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν ᾿Οδυσσεὺς
μνηστήρεσσι μάχεσθαι, ἀμυνέμεναι δέ οἱ αὐτῷ.
ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀΐω:
ὁππότε κεν τούτους κτέωμεν, πατέρ’ ἠδὲ καὶ υἱόν,
ἐν δὲ σὺ τοῖσιν ἔπειτα πεφήσεαι, οἷα μενοινᾷς
ἔρδειν ἐν μεγάροις: σῷ δ’ αὐτοῦ κράατι τίσεις.
αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ,
κτήμαθ’ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ’ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι,
τοῖσιν ᾿Οδυσσῆος μεταμίξομεν: οὐδέ τοι υἷας
ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν, οὐδέ θύγατρας
οὐδ’ ἄλοχον κεδνὴν ᾿Ιθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν.»

ὣς φάτ’, ᾿Αθηναίη δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
νείκεσσεν δ’ ᾿Οδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν:

«οὐκέτι σοί γ’, ᾿Οδυσεῦ, μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή
οἵη ὅτ’ ἀμφ’ ῾Ελένῃ λευκωλένῳ εὐπατερείῃ,
εἰνάετες Τρώεσσιν ἐμάρναο νωλεμὲς αἰεί,
πολλοὺς δ’ ἄνδρας ἔπεφνες ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι,
σῇ δ’ ἥλω βουλῇ Πριάμου πόλις εὐρυάγυια.
πῶς δὴ νῦν, ὅτε σόν τε δόμον καὶ κτήμαθ’ ἱκάνεις,
ἄντα μνηστήρων ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι;
ἀλλ’ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ’ ἔμ’ ἵστασο καὶ ἴδε ἔργον,
ὄφρ’ εἰδῇς οἷός τοι ἐν ἀνδράσι δυσμενέεσσιν
Μέντωρ ᾿Αλκιμίδης εὐεργεσίας ἀποτίνειν.»

ἦ ῥα, καὶ οὔ πω πάγχυ δίδου ἑτεραλκέα νίκην,
ἀλλ’ ἔτ’ ἄρα σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν
ἠμὲν ᾿Οδυσσῆος ἠδ’ υἱοῦ κυδαλίμοιο.
αὐτὴ δ’ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον
ἕζετ’ ἀναΐξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην.

μνηστῆρας δ’ ὤτρυνε Δαμαστορίδης ᾿Αγέλαος,
Εὐρύνομός τε καὶ ᾿Αμφιμέδων Δημοπτόλεμός τε,
Πείσανδρός τε Πολυκτορίδης Πόλυβός τε δαΐφρων:
οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ’ ἄριστοι,
ὅσσοι ἔτ’ ἔζωον περί τε ψυχέων ἐμάχοντο:
τοὺς δ’ ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί.
τοῖς δ’ ᾿Αγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων:

«ὦ φίλοι, ἤδη σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους:
καὶ δή οἱ Μέντωρ μὲν ἔβη κενὰ εὔγματα εἰπών,
οἱ δ’ οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι.
τῷ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά,
ἀλλ’ ἄγεθ’ οἱ ἓξ πρῶτον ἀκοντίσατ’, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δώῃ ᾿Οδυσσῆα βλῆσθαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι.
τῶν δ’ ἄλλων οὐ κῆδος, ἐπὴν οὗτός γε πέσῃσιν.»

ὣς ἔφαθ’, οἱ δ’ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὡς ἐκέλευεν,
ἱέμενοι: τὰ δὲ πάντα ἐτώσια θῆκεν ᾿Αθήνη,
τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
βεβλήκει, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν:
ἄλλου δ’ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δούρατ’ ἀλεύαντο μνηστήρων,
τοῖς δ’ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος ᾿Οδυσσεύς:

«ὦ φίλοι, ἤδη μέν κεν ἐγὼν εἴποιμι καὶ ἄμμι
μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκοντίσαι, οἳ μεμάασιν
ἡμέας ἐξεναρίξαι ἐπὶ προτέροισι κακοῖσιν.»

ὣς ἔφαθ’, οἱ δ’ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα
ἄντα τιτυσκόμενοι: Δημοπτόλεμον μὲν ᾿Οδυσσεύς,
Εὐρυάδην δ’ ἄρα Τηλέμαχος, ῎Ελατον δὲ συβώτης,
Πείσανδρον δ’ ἄρ’ ἔπεφνε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ.
οἱ μὲν ἔπειθ’ ἅμα πάντες ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας,
μνηστῆρες δ’ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε:
τοὶ δ’ ἄρ’ ἐπήϊξαν, νεκύων δ’ ἐξ ἔγχε’ ἕλοντο.

αὖτις δὲ μνηστῆρες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα
ἱέμενοι: τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν ᾿Αθήνη.
τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο
βεβλήκειν, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν:
ἄλλου δ’ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια.
᾿Αμφιμέδων δ’ ἄρα Τηλέμαχον βάλε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ
λίγδην, ἄκρον δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός.
Κτήσιππος δ’ Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ
ὦμον ἐπέγραψεν: τὸ δ’ ὑπέρπτατο, πῖπτε δ’ ἔραζε.
τοὶ δ’ αὖτ’ ἀμφ’ ᾿Οδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην,
μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα.
ἔνθ’ αὖτ’ Εὐρυδάμαντα βάλε πτολίπορθος ᾿Οδυσσεύς,
᾿Αμφιμέδοντα δὲ Τηλέμαχος, Πόλυβον δὲ συβώτης:
Κτήσιππον δ’ ἄρ’ ἔπειτα βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνὴρ
βεβλήκει πρὸς στῆθος, ἐπευχόμενος δὲ προσηύδα:

«ὦ Πολυθερσεΐδη φιλοκέρτομε, μή ποτε πάμπαν
εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν, ἀλλὰ θεοῖσιν
μῦθον ἐπιτρέψαι, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι.
τοῦτό τοι ἀντὶ ποδὸς ξεινήϊον, ὅν ποτ’ ἔδωκας
ἀντιθέῳ ᾿Οδυσῆϊ δόμον κάτ’ ἀλητεύοντι.»

ἦ ῥα βοῶν ἑλίκων ἐπιβουκόλος: αὐτὰρ ᾿Οδυσσεὺς
οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ.
Τηλέμαχος δ’ Εὐηνορίδην Λειώκριτον οὖτα
δουρὶ μέσον κενεῶνα, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν:
ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ’ ἤλασε παντὶ μετώπῳ.
δὴ τότ’ ᾿Αθηναίη φθισίμβροτον αἰγίδ’ ἀνέσχεν
ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς: τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν.
οἱ δ’ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον βόες ὣς ἀγελαῖαι:
τὰς μέν τ’ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ’ ἤματα μακρὰ πέλονται.
οἱ δ’ ὥς τ’ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι,
ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ’ ὀρνίθεσσι θόρωσι:
ταὶ μέν τ’ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται,
οἱ δέ τε τὰς ὀλέκουσιν ἐπάλμενοι, οὐδέ τις ἀλκὴ
γίγνεται οὐδὲ φυγή: χαίρουσι δέ τ’ ἀνέρες ἄγρῃ:
ὣς ἄρα τοὶ μνηστῆρας ἐπεσσύμενοι κατὰ δῶμα
τύπτον ἐπιστροφάδην: τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ’ ἀεικὴς
κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ’ ἅπαν αἵματι θῦε.

Λειώδης δ’ ᾿Οδυσῆος ἐπεσσύμενος λάβε γούνων,
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«γουνοῦμαί σ’, ᾿Οδυσεῦ: σὺ δέ μ’ αἴδεο καί μ’ ἐλέησον:
οὐ γάρ πώ τινά φημι γυναικῶν ἐν μεγάροισιν
εἰπεῖν οὐδέ τι ῥέξαι ἀτάσθαλον: ἀλλὰ καὶ ἄλλους
παύεσκον μνηστῆρας, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι.
ἀλλά μοι οὐ πείθοντο κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι:
τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
αὐτὰρ ἐγὼ μετὰ τοῖσι θυοσκόος οὐδὲν ἐοργὼς
κείσομαι, ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων:»

τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:
«εἰ μὲν δὴ μετὰ τοῖσι θυοσκόος εὔχεαι εἶναι,
πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ἐν μεγάροισι
τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος γλυκεροῖο γενέσθαι,
σοὶ δ’ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι:
τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.»

ὣς ἄρα φωνήσας ξίφος εἵλετο χειρὶ παχείῃ
κείμενον, ὅ ῥ’ ᾿Αγέλαος ἀποπροέηκε χαμᾶζε
κτεινόμενος: τῷ τόν γε κατ’ αὐχένα μέσσον ἔλασσε.
φθεγγομένου δ’ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη.

Τερπιάδης δ’ ἔτ’ ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν,
Φήμιος, ὅς ῥ’ ἤειδε μετὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
ἔστη δ’ ἐν χείρεσσίν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν
ἄγχι παρ’ ὀρσοθύρην: δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν,
ἢ ἐκδὺς μεγάροιο Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμὸν
ἑρκείου ἵζοιτο τετυγμένον, ἔνθ’ ἄρα πολλὰ
Λαέρτης ᾿Οδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί’ ἔκηαν,
ἦ γούνων λίσσοιτο προσαΐξας ᾿Οδυσῆα.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
γούνων ἅψασθαι Λαερτιάδεω ᾿Οδυσῆος.
ἦ τοι ὁ φόρμιγγα γλαφυρὴν κατέθηκε χαμᾶζε
μεσσηγὺς κρητῆρος ἰδὲ θρόνου ἀργυροήλου,
αὐτὸς δ’ αὖτ’ ᾿Οδυσῆα προσαΐξας λάβε γούνων,
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«γουνοῦμαί σ’, ᾿Οδυσεῦ: σὺ δέ μ’ αἴδεο καί μ’ ἐλέησον:
αὐτῷ τοι μετόπισθ’ ἄχος ἔσσεται, εἴ κεν ἀοιδὸν
πέφνῃς, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω.
αὐτοδίδακτος δ’ εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας
παντοίας ἐνέφυσεν: ἔοικα δέ τοι παραείδειν
ὥς τε θεῷ: τῷ με λιλαίεο δειροτομῆσαι.
καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ’ εἴποι, σὸς φίλος υἱός,
ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς σὸν δόμον οὐδὲ χατίζων
πωλεύμην μνηστῆρσιν ἀεισόμενος μετὰ δαῖτας,
ἀλλὰ πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες ἦγον ἀνάγκῃ.»

ὣς φάτο, τοῦ δ’ ἤκουσ’ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο,
αἶψα δ’ ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα:

«ἴσχεο μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ:
καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος,
εἰ δὴ μή μιν ἔπεφνε Φιλοίτιος ἠὲ συβώτης,
ἠὲ σοὶ ἀντεβόλησεν ὀρινομένῳ κατὰ δῶμα.»

ὣς φάτο, τοῦ δ’ ἤκουσε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς:
πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ θρόνον, ἀμφὶ δὲ δέρμα
ἕστο βοὸς νεόδαρτον, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.
αἶψα δ’ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, θοῶς δ’ ἀπέδυνε βοείην
Τηλέμαχον δ’ ἄρ’ ἔπειτα προσαΐξας λάβε γούνων,
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«ὦ φίλ’, ἐγὼ μὲν ὅδ’ εἰμί, σὺ δ’ ἴσχεο εἰπὲ δὲ πατρὶ
μή με περισθενέων δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ,
ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον
κτήματ’ ἐνὶ μεγάροις, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.»

τὸν δ’ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:
«θάρσει, ἐπεὶ δή σ’ οὗτος ἐρύσσατο καὶ ἐσάωσεν,
ὄφρα γνῷς κατὰ θυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσθα καὶ ἄλλῳ,
ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ’ ἀμείνων.
ἀλλ’ ἐξελθόντες μεγάρων ἕζεσθε θύραζε
ἐκ φόνου εἰς αὐλήν, σύ τε καὶ πολύφημος ἀοιδός,
ὄφρ’ ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι ὅττεό με χρή.»

ὣς φάτο, τὼ δ’ ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε,
ἑζέσθην δ’ ἄρα τώ γε Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν,
πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί.
πάπτηνεν δ’ ᾿Οδυσεὺς καθ’ ἑὸν δόμον, εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν
ζωὸς ὑποκλοπέοιτο, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.
τοὺς δὲ ἴδεν μάλα πάντας ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι
πεπτεῶτας πολλούς, ὥστ’ ἰχθύας, οὕς θ’ ἁλιῆες
κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης
δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ: οἱ δέ τε πάντες
κύμαθ’ ἁλὸς ποθέοντες ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται:
τῶν μέν τ’ ᾿Ηέλιος φαέθων ἐξείλετο θυμόν:
ὣς τότ’ ἄρα μνηστῆρες ἐπ’ ἀλλήλοισι κέχυντο.
δὴ τότε Τηλέμαχον προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:

«Τηλέμαχ’, εἰ δ’ ἄγε μοι κάλεσον τροφὸν Εὐρύκλειαν,
ὄφρα ἔπος εἴπωμι τό μοι καταθύμιόν ἐστιν.»
ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,
κινήσας δὲ θύρην προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν:

«δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηῢ παλαιγενές, ἥ τε γυναικῶν
δμῳάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρ’ ἡμετεράων:
ἔρχεο: κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός, ὄφρα τι εἴπῃ.»

ὣς ἄρ’ ἐφώνησεν, τῇ δ’ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος,
ὤϊξεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων,
βῆ δ’ ἴμεν: αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ’ ἡγεμόνευεν.
εὗρεν ἔπειτ’ ᾿Οδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν,
αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥστε λέοντα,
ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο:
πᾶν δ’ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ’ ἀμφοτέρωθεν
αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ’ εἰς ὦπα ἰδέσθαι:
ὣς ᾿Οδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
ἡ δ’ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον εἴσιδεν αἷμα,
ἴθυσέν ῥ’ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα εἴσιδεν ἔργον:
ἀλλ’ ᾿Οδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ’ ὀλόλυζε:
οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ’ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι.
τούσδε δὲ μοῖρ’ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα:
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο:
τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
ἀλλ’ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,
αἵ τέ μ’ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν.»

τὸν δ’ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.
πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες
δμῳαί, τὰς μέν τ’ ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,
εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι:
τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,
οὔτ’ ἐμὲ τίουσαι οὔτ’ αὐτὴν Πηνελόπειαν.
Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ
σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.
ἀλλ’ ἄγ’ ἐγὼν ἀναβᾶσ’ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»

τὴν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς
«μή πω τήνδ’ ἐπέγειρε: σὺ δ’ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν
ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»

ὣς ἄρ’ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην
εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

«ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας:
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε,
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων
ψυχὰς ἐξαφέλησθε καὶ ἐκλελάθωντ’ ᾿Αφροδίτης,
τὴν ἄρ’ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ.»

ὣς ἔφαθ’, αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι,
αἴν’ ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι.
πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,
κὰδ δ’ ἄρ’ ὑπ’ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,
ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι: σήμαινε δ’ ᾿Οδυσσεὺς
αὐτὸς ἐπισπέρχων: ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτῃς
λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο
ξῦον: ταὶ δ’ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.
αὐτὰρ ἐπειδὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,
δμῳὰς δ’ ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι.
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἦρχ’ ἀγορεύειν:

«μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην
τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν
μητέρι θ’ ἡμετέρῃ παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»

ὣς ἄρ’ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο
κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,
ὑψόσ’ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.
ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι
ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ’ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,
αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ’ ὑπεδέξατο κοῖτος,
ὣς αἵ γ’ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις
δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.
ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ οὔ τι μάλα δήν.

ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν:
τοῦ δ’ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ
τάμνον, μήδεά τ’ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,
χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ.

οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε
εἰς ᾿Οδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον:
αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν:
«οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ,
ὄφρα θεειώσω μέγαρον: σὺ δὲ Πηνελόπειαν
ἐλθεῖν ἐνθάδ’ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί:
πάσας δ’ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.»

τὸν δ’ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:
«ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ’ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἐνείκω,
μηδ’ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους
ἕσταθ’ ἐνὶ μεγάροισι: νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.»

τὴν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις ᾿Οδυσσεύς:
«πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.»

ὣς ἔφατ’, οὐδ’ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
ἤνεικεν δ’ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον: αὐτὰρ ᾿Οδυσσεὺς
εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.
γρηῢς δ’ αὖτ’ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ’ ᾿Οδυσῆος
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι:
αἱ δ’ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι.
αἱ μὲν ἄρ’ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ’ ᾿Οδυσῆα,
καὶ κύνεον ἀγαπαξόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους
χεῖράς τ’ αἰνύμεναι: τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει
κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς, γίγνωσκε δ’ ἄρα φρεσὶ πάσας.
 


Ρ Α Ψ Ω Δ Ι Α   Χ (22)

Πέταξε πια τα ράκη-του, ο τρίξυπνος Δυσσέας,
και στο κατώφλι πήδησε, με τόξο και φαρέτρα
γεμάτη βέλη· τότ’ ευθύς, σκόρπισε τις σαΐτες
σιμά μπροστά στα πόδια-του, και στους μνηστήρες είπε:
«Αυτός ο αγώνας ο πικρός έχει πια λάβει τέλος.
Τώρα πια στόχον άλλονε, που άντρας δεν έχει βάλει,
θε να πετύχω αν μου δοθεί τ’ Απόλλωνα η χάρη.»

Βέλος πετά φαρμακερό, πράγματι, στον Αντίνο,
που ετοιμαζόταν όμορφο κύπελλο να σηκώσει,
με δυο χερούλια και χρυσό· στα χέρια το κρατούσε,
κρασί ποθώντας για να πιει· φόνος από το νου-του
δεν του περνούσε· άλλωστε, ποιος να το φανταζόταν
πως μόνος-του ο Οδυσσεύς — κι ας ήταν και λιοντάρι —
θα του ’στελνε θανατικό, κακό, και μαύρη μοίρα;
Προς το λαιμό τον στόχευσε το βέλος τ’ Οδυσσέα·
τον τρύπησε και πρόβαλε απ’ τον αυχένα η μύτη.
Εκείνος έγειρ’ απ’ τη μια, και του ’φυγ’ απ’ το χέρι
το κύπελλο· ξεπήδησε ρυάκι απ’ τα ρουθούνια
αίμα ανθρώπινο· ευθύς, έσπρωξε το τραπέζι
χτυπώντας με το πόδι-του· στη γη φαγιά χυθήκαν·
ψωμιά, ψητά, κρεατικά, βρομίστηκαν. Βογγήξαν
τότ’ οι μνηστήρες καταγής πεσμένον σαν τον είδαν·
πετάχτηκαν απ’ τα θρονιά στη σάλα αλαφιασμένοι,
ταχιά κοιτώντας τους ψηλούς, καλοχτισμένους τοίχους,
μα ούτ’ ασπίδα είχ’ εκεί, ούτε γερό κοντάρι.
Και του Δυσσέα όλ’ οργή, λεν λόγια χολωμένα:

«Ξένε, μεγάλο λάθος-σου που τόξευσες ανθρώπους!
Τέρμα οι αγώνες! Τρομερός θα είν’ ο θάνατός σου.
Αυτός που στέρησες το φως ήτανε παλικάρι
πρώτο στο Θιάκι· τώρα εσέ, οι γύπες θα σε φάνε!»

Νομίσαν πως ο Οδυσσεύς εστόχευσ’ άθελά του
τον άντρα και τον σκότωσε· κουτοί! — δεν καταλάβαν
πως και για κείνους όλους-τους είχ’ έρθει ο χαμός-τους.
Τους κάρφωσε με μια ματιά, κι αντέτειν’ ο Δυσσέας:

«Σκυλιά! Δεν φανταζόσασταν στο σπίτι να γυρίσω
από της Τροίας τις μεριές· μου φάγατε το βιος-μου!
Με τις γυναίκες του σπιτιού κοιμάστε κι αν δεν θέλουν,
και ζω μα μου φλερτάρατε κρυφά και τη γυναίκα!
Θεούς δεν φοβηθήκατε, στους ουρανούς που κρίνουν,
ούτε ανθρώπων την οργή, πως θα σας κυνηγήσει.
Τώρα για σας πια έφτασε το τέλος της ζωής-σας!»

Έτσ’ είπε· και τους έλουσε κρύος ιδρώτας κείνους·
κοιτούσανε δεξά-ζερβά το τέλος ν’ αποφύγουν.
Και μόνος ο Ευρύμαχος εγύρισε και του ’πε:

«Αν ο Δυσσέας του Θιακιού είσαι που έχεις έρθει,
όλ’ όσα είπες είν’ σωστά, που οι Αχαιοί σου κάναν:
πολλά στο μέγαρο δεινά, πολλά και στα χωράφια.
Μα τώρα κείται πια νεκρός ο αίτιος των όλων·
γιατί αυτός σχεδίασε τα έργα: ο Αντίνος.
Γάμο δεν χρειαζότανε — δεν το ’θελε δα τόσο —
μα άλλα είχε κατά νου, π’ αρνήθηκε ο Δίας:
να γίνει κύρης του λαού της όμορφης Ιθάκης
ο ίδιος-του, σκοτώνοντας σ’ ενέδρα το παιδί-σου.
Μα η μοίρα πια τον τέλειωσε· σπλαχνίσου το λαό-σου.
Εμείς θα επανορθώσουμε δημόσια: σου γυρνάμε
όλα όσα σου φάγαμε κ’ ήπιαμε στο παλάτι,
φέρνοντας ο καθένας-μας μια εικοσάδα βόδια,
και μπρούντζο, αλλά και χρυσό, ωσότου η καρδιά-σου
να γιάνει· πριν την ώρ’ αυτή, η οργή-σου θα ’ναι δίκια.»

Τον κάρφωσε με μια ματιά, κι αντέτειν’ ο Δυσσέας:
«Ευρύμαχε, κι αν δίνατε όλα τα πατρικά-σας,
κι αυτά που τώρα έχετε, μα κι όσα θ’ αποκτήστε,
ούτ’ όλ’ αυτά δεν σταματούν τα χέρια-μου απ’ το φόνο
πριν των μνηστήρων πληρωθεί η κάθε αμαρτία.
Τώρα σας μένει ή σ’ εμέ ενάντια να παλέψτε,
ή φύγετε, να μη σας βρει ο θάνατος κι η μοίρα·
μα σ’ όποιον μείνει οδυνηρό υπόσχομαι το τέλος.»

Έτσ’ είπε, και τους λύθηκαν τα γόνατα· το θάρρος
τους άφησε· μα πάλ’ ευθύς, ο Ευρύμαχος τους είπε:

«Φίλοι, αυτός δεν συγκρατεί τ’ ανίκητά του χέρια,
μ’ αφού το τόξο το στιλπνό έπιασε, και φαρέτρα,
θα μας τοξεύσει απ’ αυτό, το λείο το κατώφλι,
ως να σκοτώσει όλους-μας· χαρείτ’ όμως τη μάχη!
Τα ξίφη βγάλτε, κάνετε ασπίδες τα τραπέζια
στα βέλη τα θανατερά· κι όλοι να επιτεθούμε
σ’ αυτόν, μήπως τον διώξουμε ’πο θύρα και κατώφλι,
κι αφού στην πόλη έρθουμε, αχός πολύς ας γίνει·
ώστε ο άντρας τούτος δω στερνό να στείλει βέλος.»

Αυτά λέγοντας τράβηξε το αιχμηρό-του ξίφος,
το χάλκινο, το δίκοπο, και τ’ όρμηξε με άλμα,
και με μια φοβερή κραυγή· μ’ αμέσως ο Δυσσέας
σαΐτα στέλνει και χτυπά το στέρνο-του στο στήθος,
και στο συκώτι μπήγεται το βέλος· απ’ τα χέρια
χάμω του πέφτει το σπαθί, και γύρω απ’ το τραπέζι
πεσμένος κουλουριάζεται· στη γη φαγιά βρεθήκαν
και κύπελλα διχέρουλα· το μέτωπο στο χώμα
ψυχομαχώντας χτύπησε, και με τα δυο-του πόδια
τίναξε πέρα το θρονί· στα μάτια-του ήρθε σκότος.

Τότ’ ήρθε ο Αμφίνομος στον ξακουστό Δυσσέα
ενάντια — και μυτερό είχε τραβήξει ξίφος —
να τον πετάξει έξωθε του παλατιού. Μα φτάνει
πίσω-του ο Τηλέμαχος· χάλκινο ρίχνει δόρυ
ανάμεσα στους ώμους-του, που διαπερνά το στήθος·
με γδούπο έπεσε στη γη, στο μέτωπο χτυπώντας.
Τραβήχτηκ’ ο Τηλέμαχος, αφήνοντας τη λόγχη
στο σώμα του Αμφίνομου· μη κάποιος απ’ τους άλλους,
όσο αυτός θα προσπαθεί το δόρυ να τραβήξει,
τον σημαδέψει με σπαθί, ή μπρούμυτα χτυπήσει.
Γρήγορα τότες έτρεξε κ’ έφτασε στον πατέρα,
και δίπλα-του όντας του ’λεγε με λόγια φτερωμένα:

«Πατέρα θα σου φέρω εγώ ασπίδα και δυο λόγχες
και κράνος ολοχάλκινο, π’ αρμόζει στους κροτάφους,
κ’ εγώ και ο χοιροβοσκός με βέλη θα οπλιστούμε,
το ίδιο κι ο βοδοβοσκός· τι κάλλιο να ’χουμ’ όπλα.»

Γυρνά τότ’ ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει:
«Γρήγορα φέρ’-τα όσο εγώ αμύνομαι με βέλη,
πριν έξω να μ’ ωθήσουνε, μόνος-μου καθώς είμαι.»

Έτσ’ είπε· κι ο Τηλέμαχος άκουσε το γονιό-του,
και πήγε προς το θάλαμο με τα πανώρια όπλα,
απ’ όπου ασπίδες τέσσερις κι οκτώ δόρατα πήρε,
και κράνη τέσσερα χαλκιά, μ’ αλόγου δασειά τρίχα·
τα πήρ’ αυτά και γρήγορα γύρισε στο γονιό-του.
Κ’ εκείνος την αρματωσιά τη φόρεσε στο σώμα,
το ίδιο και οι δυο βοηθοί — βάλαν τα ωραία όπλα,
και στάθηκαν δεξά-ζερβά του συνετού Δυσσέα.

Κι αυτός όσο τα βέλη-του τα είχε γι’ άμυνά του,
τόσο μέσ’ στο παλάτι-του σημάδευ’ έναν-έναν
και τους μνηστήρες έριχνε· κ’ εκείνοι σωρός πέφταν.
Μα σαν τα βέλη λείψανε στον άντρα τον τοξότη,
το τόξο-του στο κούφωμα της πόρτας του μεγάρου
τ’ ακούμπησε και το ’στησε στο στραφτερό τον τοίχο·
ασπίδα τετραδέρματη τότ’ έβαλε στους ώμους,
και στ’ όμορφο κεφάλι-του μια περικεφαλαία,
με τρίχα αλόγου, φοβερή, καθώς την εκουνούσε·
άρπαξε και δυο δόρατα, που χάλκιν’ είχαν μύτη.

Ένα πορτάκι είχ’ εκεί, στον όμορφο τον τοίχο,
που στο παλάτι το τρανό, στου κατωφλιού το τέλος
σε πέρασμα οδήγαγε, κλεισμένο με σανίδες.
Αυτό ’φραξε ο Οδυσσεύς με το χοιροβοσκό-του
να στέκεται φρουρός εκεί, μην έρθουν ένας-ένας.
Και μίλησ’ ο Αγέλαος, να τον ακούσουν όλοι:

«Ω φίλοι-μου, δεν θ’ ανεβεί κανείς ως το πορτάκι
να πα να πει στον κόσμο-μας, γρήγορα να κινήσουν;
Τότε κι ο άντρας τούτος ’δώ θα πάψει να τοξεύει.»

Και γύρισ’ ο γιδοβοσκός Μελάνθιος και του ’πε:
«Αγέλαε, θεάρεστε, πάρα πολύ κοντά ’ναι
η πόρτα τούτη στην αυλή· στενό το πέρασμά της·
κ’ ένας ενάντια σ’ όλους-μας γενναίος την κρατάει.
Μα έλα· θα σας φέρω εγώ όπλα ν’ αρματωθείτε,
από το θάλαμο· εκεί, νομίζω, κι αλλού όχι,
τα όπλα έκρυψ’ ο Δυσσεύς, κι ο ξακουστός ο γιος-του.»

Έτσ’ είπε ο γιδοβοσκός Μελάνθιος κι ανέβη
απ’ του μεγάρου τα σκαλιά στο άντρο του Δυσσέα.
Δώδεκ’ ασπίδες ξέσυρε, και άλλες τόσες λόγχες
και τόσα κράνη χάλκινα μ’ αλόγου δασειά τρίχα·
τα πήρ’ αυτά και τα ’φερε γρήγορα στους μνηστήρες.
Τότ’ ο Δυσσέας τα ’χασε· τα γόνατα λυθήκαν,
σαν είδε πως οπλίστηκαν και πως στα χέρια λόγχες
μακρές κραδαίνανε· βουνό του φάνηκε το έργο.
Μα προς τον γιο-του είπ’ ευθύς με λόγια φτερωμένα:

«Τηλέμαχέ μου σίγουρα του παλατιού γυναίκα
ή ο Μελάνθιος σ’ εμάς τους δυο ’τοιμάζει μάχη.»

Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κ’ είπε:
«Πατέρα, εγώ λάθεψα, και όχι κανείς άλλος,
που του θαλάμου το πορτί, που ’ταν γερά κλεισμένο,
το άφησα ολάνοιχτο· κάλλιο φρουρό αυτοί ’χαν.
Μα πήγαινε συ Εύμαιε στη θύρα του θαλάμου
και σφάλισέ τη, βλέποντας γυναίκα τούτ’ αν κάνει,
ή του Δολίου ο Μελανθεύς — που αυτός είναι νομίζω.»

Καθώς αυτά μιλούσανε τα λόγια μεταξύ-τους,
ανέβηκε ο Μελάνθιος στο θάλαμο και πάλι
να πάρει όπλα όμορφα. Τον είδ’ ο χοιροτρόφος,
και του Δυσσέα είπ’ ευθύς, που ήτανε κοντά-του:

«Γιε του Λαέρτη διόθρεφτε, πανούργε Οδυσσέα,
νά πάλι ο άντρας ο κρυφός, που υποπτευόμαστ’ όλοι,
πηγαίνει προς το θάλαμο· μ’ αλάθητα συ πε-μου,
να τον σκοτώσω άραγε, γερότερός του αν είμαι,
ή να σ’ τον φέρω τώρα εδώ, κρίματα να πληρώσει
πολλά, εκείνα που ’κανε στο ίδιο-σου το σπίτι.»

Και γύρισ’ ο πολύβουλος Δυσσέας και του είπε:
«Εγώ και ο Τηλέμαχος, τους ευγενείς μνηστήρες,
’δώ μέσα θα κρατήσουμε, όσο και να πασχίζουν.
Οι δυο-σας να του στρίψετε τα πόδια και τα χέρια·
ρίχτε-τον μέσ’ στο θάλαμο, δεμένο σε σανίδες
στη ράχη-του· και με σκοινί στριφτό κρεμάσετέ τον
απ’ την κολώνα την ψηλή ως τις δοκούς της στέγης,
ώστ’ έτσι όντας ζωντανός, πολύ να υποφέρει.»

Έτσ’ είπε, και τον άκουσαν αυτοί, και τον προσέξαν·
πήγαν στο θάλαμο, εκεί, κρυφά που ο άλλος ήταν.
Έψαχν’ εκείνος οπλισμούς στα βάθη του θαλάμου,
κ’ οι δυο-τους τον καρτέραγαν στης θύρας τις κολώνες.
Και μόλις ο Μελάνθιος εβγήκε στο κατώφλι,
βαστώντας στο ’να χέρι-του ένα ώραίο κράνος,
και στ’ άλλο ασπίδα, μα παλιά, δροσιά πασπαλισμένη,
που ο Λαέρτης ήρωας στα νιάτα-του φορούσε,
και από τότε κείτονταν με τις ραφές λυμένες,
τότε οι δυο τον άρπαξαν· απ’ τα μαλλιά τον πιάσαν,
κ’ ενώ καρδιοχτυπούσε αυτός, στο δάπεδο τον ρίξαν,
τον δέσαν χειροπόδαρα σ’ επώδυνη μια στάση,
με τους δεσμούς στην πλάτη-του, ως ακριβώς τους είπε
ο του Λαέρτη μέγας γιος, ο ανθεκτικός Δυσσέας.
Απ’ τους δεσμούς μ’ ένα σχοινί στριφτό τον εκρεμάσαν
απ’ την κολώνα την ψηλή ως τις δοκούς της στέγης.
Και σκωπτικά συ Εύμαιε χοιροβοσκέ του είπες:

«Εδώ λοιπόν φύλα σκοπιά, Μελάνθιε, τη νύχτα,
σ’ ένα κρεβάτι μαλακό, έτσ’ όπως σου αρμόζει·
κι ούτ’ η αυγούλα που έρχεται απ’ ωκεάνειες στράτες
θα σε προσέξει στο χρυσό θρονί-της καθώς φέρνεις
κατσίκια στους μνηστήρες-μας να κάνουν φαγοπότια.»

Έτσι αφέθηκε αυτός, οδυνηρά δεμένος·
κι οι δυο φορέσαν τ’ άρματα, σφαλίσανε την πόρτα,
και στο Δυσσέα πήγανε, το συνετό, τον ξύπνιο.
Εκεί σταθήκαν όλ’ οργή, τέσσερις στο κατώφλι,
μα οι άλλοι μέσ’ στο μέγαρο πολλοί ’σαν και γενναίοι.
Κοντά-τους τότ’ η Αθηνά του Δία η κόρη ήρθε,
μοιάζοντας με το Μέντορα στην όψη και στο λόγο.
Τότ’ ο Δυσσέας χάρηκε, αφού την είδε, κ’ είπε:

«Μέντορα, διώξε το κακό, θυμήσου-με το φίλο,
που σου ’κανα πολλά καλά, κ’ έχουμε ίδια χρόνια.»

Είπε· πως είναι, ξέροντας, η Αθηνά-προστάτις.
Ομοψυχία ζήταγαν στο μέγαρο οι μνηστήρες·
και του Δαμάστορα ο γιος, ο Αγέλαος της είπε:

«Μέντορα μη σε ξεγελούν τα λόγια τ’ Οδυσσέα
για ν’ αμυνθείς μαζί μ’ αυτόν ενάντια στους μνηστήρες.
Γιατί νά πώς εγώ φρονώ το στόχο-μας θα βρούμε:
όταν αυτούς σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα,
μετά κ’ εσύ θε να χαθείς, μ’ αυτά που θες να κάνεις
’δώ μέσα· σε αντάλλαγμα, την κεφαλή θα δώσεις.
Κι όταν τη δύναμη κακού σας πάρουν τα σπαθιά-μας,
όλα-σου τα υπάρχοντα, τα μέσα και τα έξω,
με τ’ Οδυσσέα θα σμιχτούν· και ούτε και τους γιους-σου
στο σπίτι-σου θ’ αφήσουμε να ζουν, ούτε τις κόρες,
ή την πιστή γυναίκα-σου στην πόλη να γυρίζει.»

Έτσ’ είπε· και η Αθηνά κατάκαρδα χολώθη,
και το Δυσσέα μάλωσε με λόγια θυμωμένα:

«Ούτε ισχύς πια σου ’μεινε, Δυσσέα, ούτε σθένος,
που είχες για την ευγενή, την ασπροχέρα Ελένη,
όταν τους Τρώες συνεχώς εννιά μαχόσουν χρόνια,
κι άνδρες πολλούς εσκότωσες σε τρομερούς πολέμους,
και με δική-σου συμβουλή αλώθηκε η Τροία.
Πώς τώρα δα που έφτασες στο σπίτι, στους δικούς-σου,
κλαις που θα πρέπει να φανείς γενναίος στους μνηστήρες;
Μα έλα φίλε-μου εδώ, στο πλάι-μου και δες-με
στα δύσκολα, μέσ’ στους εχθρούς, ώσπου να καταλάβεις
πώς ξεπληρώνει χρέη-του ο Μέντωρ του Αλκίμου.»

Είπε, μα δεν του έδωσε τελειωτικά τη νίκη,
αλλά το σθένος, την ισχύ, δοκίμαζε ακόμα,
καί του Θιακίσιου βασιλιά, καί του τρανού του γιου-του.
Στου καπνισμένου μέγαρου, πά’ στη δοκό της στέγης
πετάχτηκε και κάθισε, μοιάζοντας χελιδόνα.

Ο Αγέλαος του Δαμάστορα εμψύχωνε τους άλλους,
το ίδιο κι ο Ευρύνομος, μαζί κι ο Αμφιμέδων,
ο Πείσανδρος, ο συνετός Πόλυβος Πολυκτόρου,
κι ο Δημοπτόλεμος· αυτοί ήσαν οι πιο γενναίοι
απ’ όσους ζούσαν, κ’ έδιναν τη μάχη της ζωής-τους·
κι άλλους το τόξο σκότωσε και τα πυκνά τα βέλη.
Είπε λοιπόν ο Αγέλαος, προς όλους για ν’ ακούσουν:

«Κούρασ’ ο άντρας, φίλοι-μου, τ’ ανίκητά του χέρια·
κι αφού ο Μέντωρ έφυγε, κενές ευχές σκορπώντας,
αυτοί εγκαταλείφθηκαν στην ξώπορτα μονάχοι.
Τώρα μή ρίχνετ’ όλοι-σας τις μακριές-σας λόγχες,
μα πρώτα ρίξτ’ οι έξι εσείς, κι άμα το θέλει ο Δίας
θα χτυπηθεί ο Οδυσσεύς, σ’ εμάς φέρνοντας δόξα.
Για τους λοιπούς μη νοιάζεστε όταν πια πέσει ’κείνος.»

Έτσ’ είπε· κι όπως πρόσταξε τα δόρατ’ ακοντίσαν
με θάρρος· όμως όλα-τους τ’ αχρήστευσε η Αθήνη:
άλλος κολώνα χτύπησε του στιβαρού μεγάρου,
άλλος τη θύρα τη γερή, την καλοδουλεμένη,
κι άλλου στον τοίχο βάρεσε τ’ ολόχαλκο το δόρυ.
Σαν είδε πως απέφυγαν τις λόγχες των μνηστήρων,
μ’ αυτά τα λόγια μίλησε ο ανθεκτικός Δυσσέας:

«Φίλοι, ας πω τώρα κ’ εγώ σ’ εμάς όλους αμέσως
τ’ ακόντια να ρίξουμε στον όχλο των μνηστήρων,
που θέλουν να μας σφάξουνε, μαζί μ’ όλα που κάναν.»

Έτσ’ είπε κι όλοι ακόντισαν τις μυτερές-τους λόγχες
απέναντι στοχεύοντας· και πέτυχε ο Δυσσέας
το Δημοπτόλεμο· κ’ ευθύς, τον Ευρυάδη ο γιος-του·
τον Έλατο ο χοιροβοσκός· τον Πείσανδρο ο βουκόλος.
Όλοι-τους πέσαν· κάρφωσαν τα δόντια-τους στο χώμα,
και οι μνηστήρες κρύφτηκαν στο βάθος του μεγάρου·
απ’ τους νεκρούς τότε αυτοί πήραν τα δόρατά τους.

Πάλ’ οι μνηστήρες πέταξαν τα μυτερά-τους δόρια
με θάρρος· μα τα πιο πολλά τ’ αχρήστευσε η Αθήνη.
Άλλος κολώνα χτύπησε του στιβαρού μεγάρου,
άλλος τη θύρα τη γερή, την καλοδουλεμένη,
κι άλλου στον τοίχο βάρεσε τ’ ολόχαλκο το δόρυ.
Ο Αμφιμέδων τον καρπό χτυπά του Τηλεμάχου
ξυστά· το δέρμα του χεριού πλήγωσε το κοντάρι.
Ο Κτήσιππος τον Εύμαιο επάνω απ’ την ασπίδα
στον ώμο τον γρατσούνισε, κ’ η λόγχη έπεσε πέρα.
Μα πάλι αυτοί δεξά-ζερβά του συνετού Δυσσέα
εκτόξευσαν τα δόρατα προς όλους τους μνηστήρες.
Τον Ευρυδάμα χτύπησε ο πορθητής Δυσσέας,
ο γιος τον Αμφιμέδοντα, τον Πόλυβο ο συβώτης·
τον Κτήσιππο με μια φωνή ο άντρας ο βουκόλος
τον χτύπησε κατάστηθα, και νά πώς του καυχήθη:

«Ε συ του Πολυθέρση γιε, που σ’ άρεζαν οι ύβρεις,
ποτέ πια απερίσκεπτα μην πεις μεγάλα λόγια,
μα άσ’-τ’ αυτά για τους θεούς, μια που ’ν’ ανώτεροί σου.
Πάρ’ τώρα δώρο στην κλωτσιά που ’δωσες τις προάλλες
στον Οδυσσέα σαν αυτός ζητιάνευε ’δώ πέρα.»

Είπ’ ο βοσκός στρεψίκερων βοδιών· κι ο Οδυσσέας
χτύπησε του Δαμάστορα το γιο με μακρύ δόρυ.
Τον Λειώκριτο του Ευήνορα ο Τηλέμαχος με λόγχη
κάρφωσε κάτ’ απ’ τα πλευρά· τον τρύπησε ο μπρούντζος,
και μπρούμυτα έπεσε στη γη, το μέτωπο χτυπώντας.
Ύψωσε τότ’ η Αθηνά τη φονική ασπίδα
ψηλά, από την οροφή, και χάσαν τα μυαλά-τους.
Τρέχανε μέσ’ στο μέγαρο σαν τρομαγμένα βόδια,
που η αλογόμυγα τσιμπά σαν βέλος και τρελαίνει
μιαν ώραν ανοιξιάτικη, που οι μέρες μεγαλώνουν.
Κι όπως τα όρνια με γαμψά τα νύχια και τα ράμφη
έρχονται από τα βουνά και σ’ άλλα πουλιά πέφτουν,
— εκείνα που, στα πεδινά, κάτ’ απ’ τα νέφη βόσκουν —
τους επιτίθενται, κι αυτά κουράγιο πια δεν έχουν
να φύγουν ή να αμυνθούν, και χαίρονται οι άντρες·
έτσι κ’ εκείνοι πέσανε, στη σάλα, στους μνηστήρες,
χτυπώντας-τους ολόγυρα· κι αυτοί βαρυγγομούσαν
με τις σπασμένες κεφαλές· στο δάπεδο έβραζ’ αίμα.

Μα ο Λειώδης άδραξε το γόνυ του Δυσσέα
κ’ εκλιπαρώντας έλεγε με λόγια φτερωμένα:

«Γονυπετής παρακαλώ, λυπήσου-με Δυσσέα!
Σου το δηλώνω: για καμιά γυναίκα στο παλάτι
δεν είπα ούτε έκανα κακό· μα και τους άλλους
μνηστήρες τους εμπόδιζα να κάνουνε ασκήμιες.
Μα δεν τους έπειθα κακά τα χέρια-τους μην κάνουν,
κι απ’ τις ανοησίες-τους φέραν το θάνατό τους.
όμως αν κ’ ήμουν μάντης-τους, κ’ ενώ δεν έχω φταίξει,
νεκρός θα πέσω· στους καλούς ποτέ δεν δίνουν χάρη!»

Και του ’πε αγριοκοιτώντας-τον ο τρίξυπνος Δυσσέας:
«Αν πράγματι ο μάντης-τους, όπως καυχιέσαι, είσαι,
πολλές φορές θα ευχήθηκες εδώ μέσ’ στο παλάτι
ο ευτυχής-μου γυρισμός μακριά απ’ εμέ να μείνει,
μ’ εσέ να πάει η γυναίκα-μου, παιδιά να σου γεννήσει·
άρα το μαύρο θάνατο δεν θα τον αποφύγεις!»

Είπε και ξίφος μάζεψε στο δυνατό-του χέρι
’πο κεί κοντά που ο Αγέλαος το είχε ρίξει χάμω
σαν πέθανε· τον χτύπησε στο μέσον του αυχένα,
κ’ ενώ μιλούσε η κεφαλή, κυλίστηκε στη σκόνη.

Ο βάρδος δε, του Τέρπη ο γιος, διέφευγε το τέλος
— ο Φήμιος — π’ ανάγκαζαν να τραγουδά οι μνηστήρες.
Στεκόταν — και στα χέρια-του μελωδική ’χε λύρα —
κοντά στη θύρα· και στο νου αμφιταλαντευόταν:
να έβγαιν’ απ’ το μέγαρο και στο βωμό του Δία
τον όμορφο να κάθουνταν, εκεί που για θυσία
βοδιών μηρούς ο Οδυσσεύς πολλούς είχε προσφέρει,
ή να ’πεφτε στα γόνατα μπροστά του Οδυσσέα;
Το σκέφτηκε· του φάνηκε καλύτερο πως είναι
να πέσει και να ασπαστεί τα γόνατα του ρήγα.
Κ’ έτσι την κούφια λύρα-του στο χώμα την αφήκε,
ανάμεσα σε κύπελλο και σ’ ασημένιο θρόνο,
κι αυτός έτρεξε κ’ έπιασε το γόνυ του Δυσσέα,
κ’ εκλιπαρώντας έλεγε με λόγια φτερωμένα:

«Γονυπετής παρακαλώ, λυπήσου-με Δυσσέα!
Σ’ εσένα θα ’ρθουν βάσανα το βάρδο άμα σκοτώσεις,
εμένανε, που προς θεούς κι ανθρώπους τραγουδάω.
Εγώ είμ’ αυτοδίδακτος· στο νου-μου μελωδίες
θεός πολλές μ’ ενέπνευσε· και θα σου τραγουδήσω
σαν σε θεό· μα μην ποθείς να μ’ αποκεφαλίσεις.
Και ο Τηλέμαχος ας πει, ο αγαπητός ο γιος-σου,
στον οίκο-σου ακούσια, χωρίς να τ’ επιδιώκω
πως σύχναζα και πως γι’ αυτούς στα δείπνα τραγουδούσα·
μα όντας ισχυρότεροι με φέραν με το ζόρι.»

Έτσ’ είπε, κι ο Τηλέμαχος τον άκουσ’ ο γενναίος,
και του πατέρα-του είπ’ ευθύς, που ήτανε κοντά-του:

«Βάστα, δεν φταίει, μη χτυπάς αυτόν με το σπαθί-σου!
Κι ας σώσουμε το Μέδοντα, τον κήρυκα, που πάντα
με πρόσεχε στο σπίτι-μας, παιδί απ’ όταν ήμουν,
αν ήδη δεν τον σκότωσαν, Φιλοίτιος ή συβώτης,
ή συ, αν σε συνάντησε όλο θυμό ’δώ μέσα.»

Έτσ’ είπε, και τον άκουσε ο συνετός ο Μέδων·
κρυβόταν κάτω από θρονί, και είχε ένα δέρμα
βοδιού στους ώμους νιόγδαρτου, ξεφεύγοντας τη μοίρα.
Αμέσως βγήκε απ’ το θρονί, ξεσκέπασε το δέρμα,
έτρεξε στον Τηλέμαχο, του άδραξε το γόνυ,
κ’ εκλιπαρώντας του ’λεγε με λόγια φτερωμένα:

«Εδώ ’μαι, στάσου φίλε-μου, και πες και στον πατέρα
μη με σκοτώσει, όλ’ οργή, με το σπαθί τ’ οξύ-του,
έτσ’ όπως θύμωσε μ’ αυτούς τους άνδρες που χαλάσαν
τα κτήματα του παλατιού, και ούτ’ εσέ τιμήσαν.»

Κ’ είπε χαμογελώντας-του ο τρίξυπνος Δυσσέας:
«Να έχεις θάρρος, και καθώς σ’ έσωσε τούτος τώρα,
έτσι να βάλεις μέσ’ στο νου, μα να το πεις και σ’ άλλους,
απ’ το κακό καλύτερη πολύ ’ν’ η ευεργεσία.
Απ’ το παλάτι βγαίνοντας, καθίστε προς τη θύρα,
μακριά απ’ το φόνο, στην αυλή, συ κι ο μεγάλος βάρδος,
ωσότου εγώ στο μέγαρο να πράξω ότι πρέπει.»

Έτσ’ είπε, κ’ οι δυο βγήκανε έξ’ από το παλάτι,
και κάθησαν προς το βωμό του Δία του μεγάλου,
τηρώντας εξεταστικά, προσμένοντας το τέλος.
Εξέτασε κι ο Οδυσσεύς το ίδιο-του το σπίτι
μη ζώντας κάποιος κρύβεται, τη μοίρα-του γελώντας.
Μα είδε όλους-τους εκεί, μέσ’ σ’ αίματα και σκόνες,
πεσμένοι που εκείτονταν, σαν ψάρια που ψαράδες
σε παραλία κυκλική της θάλασσας της γκρίζας
με δίχτυα χιλιοτρύπητα τα βγάλαν· κι αυτά όλα
θαλάσσια κύματα ποθούν, μα κείνται πά’ στην άμμο·
κι ο ήλιος λαμπυρίζοντας τους παίρνει την ψυχή-τους·
έτσ’ οι μνηστήρες κείτονταν ο ένας πά’ στον άλλον.
Τότ’ είπε στον Τηλέμαχο ο τρίξυπνος Δυσσέας:

«Πήγαινε την Ευρύκλεια Τηλέμαχε να φέρεις,
τι θέλω κάτι να της πω, που είναι μέσ’ στο νου-μου.»
Έτσ’ είπε, κι ο Τηλέμαχος άκουσε τον πατέρα,
και το πορτί κινώντας-το προς την Ευρύκλεια είπε:

«Σήκω και έλα κατά δω, πολύχρονη γριά-μας,
που γυναικών είσαι φρουρός εδώ μέσ’ στο παλάτι·
έλα! καλεί ο πατέρας-μου, θέλει να σού ’πει κάτι.»

Έτσι λοιπόν της φώναξε· μιλιά δεν είπ’ εκείνη,
μόνο τις θύρες άνοιξε του παλατιού τ’ ωραίου,
κ’ ήρθε· και ο Τηλέμαχος προχώραγε εμπρός-της.
Βρήκε τότε το ρήγα-της με τους νεκρούς εμπρός-του
βαμένον μέσ’ στα αίματα, όπως ένα λιοντάρι
που έρχεται απ’ τους αγρούς κ’ έχει σπαράξει βόδι·
κι ολόκληρο το στήθος-του, τα μάγουλα τριγύρω,
βρίσκονται μέσ’ στα αίματα, κ’ είν’ τρομερό στην όψη·
έτσ’ είχ’ εκειός πιτσιλιστεί στα πόδια και στα χέρια.
Θάμαξε ’κείνη τους νεκρούς και τ’ άφθονο το αίμα,
και να τσιρίξει θέλησε, σαν είδε τ’ όλο έργο·
αλλ’ ο Δυσσεύς την κράτησε πριν να το κάνει ’κείνη,
και φώναξέ την, κ’ είπε-της με λόγια φτερωμένα:

«Χαίρ’ από μέσα-σου γριά, και βάστα, μη φωνάζεις·
ανόσια είν’ η καυχησιά γι’ ανθρώπους σκοτωμένους.
Αυτούς η κρίση φόνευσε θεών, και τ’ άθλια έργα·
γιατί κανέναν άνθρωπο στη γη δεν τον τιμούσαν,
μήτε κακόν, μήτε καλόν — όποιον και να ερχόταν·
γιαυτό κ’ οι αμαρτίες-τους τους έφεραν το τέλος.
Μα έλα τώρα, πες-μου συ, του παλατιού γυναίκες,
ποιες είν’ που με ντροπιάζουνε, και ποιες που είν’ αθώες.»

Και τότες η πανάκριβη του κρένει παραμάνα:
«Λοιπόν εγώ αγόρι-μου, θα σού ’πω την αλήθεια.
Πενήντα μέσ’ στο μέγαρο έχεις εσύ γυναίκες
σκλάβες, που τις διδάξαμε δουλειές για να τις κάνουν,
να ξαίνουνε και το μαλλί, υπάκουες στη δουλεία·
δώδεκα όμως απ’ αυτές ξεδιάντροπες γενήκαν,
ούτε εμένα με τιμούν, ούτε την Πηνελόπη.
Κι ο γιος-σου εμεγάλωνε ως τώρα, κ’ η μητέρα
δεν άφηνε διαταγές να δίνει στις γυναίκες.
Μα τώρα ’γώ θα ανέβω κει, στους στραφτερούς κοιτώνες
στη σύζυγό σου για να πω, που ύπνο θεός της δίνει.»

Και γύρισ’ ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε:
«Ακόμα μην τηνε ξυπνάς· πες μόνο στις γυναίκες
να ’ρθούν, κείνες που πρότερα ντροπής πράματα κάναν.»

Έτσ’ είπε, κι απ’ την αίθουσα βγήκ’ η γριά και πήγε
νέα να πει των γυναικών, για να κινήσουν να ’ρθουν.
Κι αυτός προς τον Τηλέμαχο, βουκόλο και συβώτη,
τους είπ’ αφού τους φώναξε, με φτερωμένα λόγια:

«Βγάλτ’ έξω τώρα τους νεκρούς, και πείτε στις γυναίκες
μετά τα όμορφα θρονιά, όπως και τα τραπέζια,
να καθαρίσουν με νερό, με τρυπητά σφουγγάρια.
Κι αφού όλο το μέγαρο το κάνετε να λάμψει,
τις δούλες να τις βγάλετε απ’ το γερό παλάτι,
κι ανάμεσα στο θολοτό και στης αυλής το φράχτη
χτυπήστε-τις με κοφτερά ξίφη ώσπου απ’ όλες
να πάρετέ τους τις ψυχές, κ’ έρωτες να ξεχάσουν,
με τους μνηστήρες που ’καναν κρυφά σαν συναντιόνταν.»

Έτσ’ είπε· και κατέφτασε των γυναικών η ομάδα,
οικτρά θρηνώντας κι άφθονα τα δάκρυα σκορπώντας.
Πρώτα λοιπόν μετέφεραν αυτούς που ’χαν πεθάνει,
και στην αυλή τους έβαλαν, με τον ωραίο φράχτη,
έναν με άλλον αντικρύ· τις πρόσταζ’ ο Δυσσέας
βιάζοντάς τες ο ίδιος-του, κι εκείνες υπακούγαν.
Μετά, τα όμορφα θρονιά, μαζί και τα τραπέζια,
τα καθαρίσαν με νερό, με τρυπητά σφουγγάρια.
Κατόπιν οι Τηλέμαχος, βουκόλος, και συβώτης,
γερά ξύσαν το δάπεδο του μέγαρου με τσάπες,
κ’ οι σκλάβες μεταφέρανε τους ρύπους προς την πόρτα.
Αφού λοιπόν το μέγαρο όλο το καθαρίσαν,
τις σκλάβες βγάζοντας εκτός του στιβαρού μεγάρου,
ανάμεσα στο θολοτό και στης αυλής το φράχτη,
σ’ ένα στενό τις μάζεψαν, όπου φυγή δεν είχαν.
Κι ο συνετός Τηλέμαχος άρχισε να τους λέει:

«Ας μην τις πάρω την ψυχή μ’ αγνό θάνατο τώρα,
αυτών που στο κεφάλι-μου τόσες ντροπές μου φέραν,
και στη μητέρα-μου καθώς πλαγιάζαν με μνηστήρες.»

Είπε, και καραβιού σκοινί, με σκούρη μπλε την πλώρη,
σε μέγα στύλο έδεσε κι ολόγυρα στο θόλο,
και τέντωσε, ώστε καμιά πόδια στη γη μη φτάνει.
Κι όπως αγριοπερίστερα, ή μακρυφτέρες τσίχλες
μέσ’ σε παγίδα πέφτουνε, που ’χει στηθεί σε θάμνο,
κι ενώ πηγαίνουν στη φωλιά τις δέχετ’ άθλια στέγη,
έτσι κ’ εκείνες στη σειρά, γύρ’ από τους λαιμούς-τους
είχαν θηλειές ώστ’ έτσι δα οικτρότατα να σβήσουν.
Πάλαιψαν με τα πόδια-τους, όχι πολύ, μα λίγο.

Κ’ έβγαλαν τον Μελάνθιο απ’ της αυλής την πόρτα·
και μύτη του ’κοψαν κι αυτιά, μ’ αλύπητο μαχαίρι,
τη φύση-του ξερρίζωσαν, σκυλιά ωμή να φάνε,
και χέρια-πόδια του ’κοψαν, στο μένος της ψυχής-τους.

Μετά πήγαν και πλύνανε τα χέρια-τους, τα πόδια,
ερχόμενοι στο μέγαρο, και τέλειωσε το έργο·
τότ’ ο Δυσσέας μίλησε στη φίλη παραμάνα:
«Άμε γριά, φέρε φωτιά, και θειάφι που εξαγνίζει·
φροντίζω ’γώ το μέγαρο· εσύ την Πηνελόπη
ρώτα να ’ρθεί εδώ μαζί με τις υπηρεσίες·
ας έρθουν όλες, πρόσταξε, του παλατιού οι δούλες.»

Σ’ απάντηση η πανάκριβη του κρένει η παραμάνα:
«Ε ναι λοιπόν, παιδί-μου αυτά πολύ σωστά τα είπες.
Όμως ας φέρω ρούχα εγώ, χιτώνα, και μια χλαίνη.
Χωρίς κουρέλια σκεπαστός πά’ στους πλατιούς-σου ώμους
ας είσαι μέσ’ στο μέγαρο· δεν θα ’ταν αυτό πρέπον.»

Ρητά τότε της μίλησε ο συνετός Δυσσέας:
«Η πρώτη χρεία ’ναι φωτιά να γίνει στο παλάτι.»

σαν το ’πε αυτό, αντίλογο η Ευρύκλεια δεν είχε.
Φωτιά και θειάφι του ’φερε· και τότες ο Δυσσέας
ολάκερη τη θειάφισε τη σάλα ως την αυλή-της.
Υστερ’ ανέβηκ’ η γριά στα δώματα του ρήγα
νέα να πει των γυναικών, να τις ζητήσει να ’ρθουν·
τότε κι αυτές κατέβηκαν με το δαδί στα χέρια·
ασπάζονταν το ρήγα-τους, ολόγυρά του όντας,
λατρευτικά φιλώντας-του τους ώμους, το κεφάλι,
ή και τα χέρια πιάνοντας· κι εκείνου γλυκά του ’ρθε
σαν για να κλάψει με λυγμούς· γιατί τις γνώριζ’ όλες.
 

 

Οι ραψωδίες Ψ (23) και Ω (24) θα ακολουθήσουν από εδώ, στην ίδια σελίδα, στο μέλλον.

Δυο λόγια για το σύστημα στίξης που ακολουθώ:

Πρόκειται για σύστημα που είχε εισαχθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την καθιέρωση του μονοτονικού, έκτοτε όμως εγκαταλείφθηκε. Το σύστημα αυτό ενώνει την κτητική αντωνυμία με την προηγούμενή της λέξη με μία παύλα (π.χ.: «ρήγα-τους»), εκτός αν η προγούμενη λέξη τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ.: «ολόγυρά του»), γιατί τότε ο διπλός τονισμός της προηγούμενης λέξης δείχνει πως αυτό που ακολουθεί είναι κτητική αντωνυμία. Το σύστημα αυτό δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους. Αντίθετα, με το χρησιμοποιούμενο σήμερα σύστημα (που έχει επικρατήσει “de facto”) γίνονται πολλά λάθη. Καταρχήν, το σημερινό σύστημα λέει οτι αφήνουμε άτονο το κτητικό επίρρημα εκτός αν προκύπτει διφορούμενο νόημα, οπότε το τονίζουμε. Π.χ., στην πρόταση: «Η δασκάλα του πήρε το βιβλίο», τονίζουμε το «τού» αν το νόημα είναι οτι η δασκάλα πήρε το βιβλίο απ’ αυτόν (κτητικό επίρρημα), ενώ δεν το τονίζουμε αν το νόημα είναι οτι η δική-του δασκάλα πήρε το βιβλίο (κτητική αντωνυμία). (Με το σύστημα που ακολουθώ, θα έγραφα στην 1η περίπτωση: «Η δασκάλα του πήρε το βιβλίο», και στη 2η περίπτωση: «Η δασκάλα-του πήρε το βιβλίο».) Δυστυχώς, το αν προκύπτει διφορούμενο νόημα ή όχι είναι ένα θέμα εντελώς ασαφές, καθώς εξαρτάται από τη γνώση των συμφραζομένων εκ μέρους του αναγνώστη. Ακόμα χειρότερα, αν ο συγγραφέας δεν τονίσει τη μονοσύλλαβη λέξη, τότε ο αναγνώστης βρίσκεται προ διλλήματος: όντως εννοεί σκόπιμα το μη-τονισμό ο συγγραφέας, ή μήπως ξέχασε τον τόνο (όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην πράξη); Ή μήπως — τρίτη εναλλακτική πιθανότητα — ο συγγραφέας έκρινε οτι δεν υπάρχει διφορούμενο νόημα, και γιαυτό δεν έβαλε τόνο; Ας σημειωθεί οτι πολύ συχνά ο συγγραφέας δεν αντιλαμβάνεται την ύπαρξη διφορούμενου νοήματος, που είναι γενικά δύσκολο να εντοπιστεί γιατί απαιτεί συνειδητή προσπάθεια. Επομένως ο κανόνας τονισμού που έχει επικρατήσει είναι αναποτελεσματικός. Αντίθετα, ο κανόνας που ακολουθώ είναι εντελώς μηχανικός, δεν αφήνει τίποτα στην υποκειμενική κρίση του συγγραφέα ούτε στη γνώση των συμφραζομένων του αναγνώστη, και γιαυτό δεν αφήνει περιθώρια λάθους ή παρερμηνείας.

Επίσης διαφοροποιούμαι από την “καθεστηκυία τάξη” στον τρόπο με τον οποίο γράφω τα “ότι” και “ό,τι”. Το μεν πρώτο (τον ειδικό σύνδεσμο) το γράφω “οτι” (άτονο), αφού ποτέ δεν το τονίζουμε όταν το προφέρουμε («Μου είπε οτι έφτασε»), ενώ το δεύτερο το τονίζω («Μου είπε ότι του κατέβηκε στο κεφάλι»), αφού πάντα το τονίζουμε (υψώνουμε τη φωνή) όταν το προφέρουμε. Ο λόγος που διαφοροποιούμαι είναι οτι στην αρχαία ελληνική ποτέ δεν υπήρξε λέξη με κόμμα στο μέσον-της. Η αντωνυμία (που τονίζεται στο λόγο, και της βάζουν ένα κόμμα σήμερα) γραφόταν σαν δύο λέξεις: ὅ τι. Το εκτρωματικό «ὅ,τι» είναι Βυζαντινή επινόηση, όταν πλέον προφερόταν σαν μια λέξη (όπως σήμερα), αλλά το πολυτονικό σύστημα δεν επέτρεπε τη διαφοροποίηση μεταξύ εκείνου και του ειδικού συνδέσμου· οπότε οι Βυζαντινοί γραμματιστές του έμπηξαν ένα κόμμα. Αυτό το κόμμα (και η λέξη-έκτρωμα) δεν υπάρχει λόγος να διατηρηθεί στο μονοτονικό, εφόσον με τόνο-ή-χωρίς-τόνο διαφοροποιούμε και άλλες λέξεις, όπως τα “πως” / “πώς”, τα “που” / “πού”, κλπ., όπου τονίζουμε στη γραφή τη λέξη η οποία τονίζεται και στον προφορικό λόγο. Το ίδιο λοιπόν κάνω κ’ εγώ με τα “οτι” / “ότι”. Όσο για το επιχείρημα οτι ο ειδικός σύνδεσμος “οτι” είναι δισύλλαβη λέξη κι άρα «πρέπει» να έχει τόνο, απαντώ οτι η γραφή πρέπει να δείχνει το πώς μιλάμε, κι όχι να υπακούει τυφλά σε αυθαίρετους κανόνες. Άλλωστε υπάρχει κι άλλη δισύλλαβη λέξη που δεν τονίζω: είναι το παράξενο “κανα” (όπως στο: «Περίμενα κανα τέταρτο της ώρας»). Όπως και να προσπαθήσουμε να τονίσουμε στη γραφή τη λέξη αυτή (επειδή τάχα «πρέπει», σαν δισύλλαβη) φαίνεται παράξενη: ούτε «κανά» λέμε, ούτε «κάνα».

Ποιες πηγές χρησιμοποίησα:

Το βασικό μεταφραστικό εργαλείο ήταν το αρχαιοελληνικό λεξικό των Liddell and Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Oxford, 2000.

Πριν ξεκινήσω τη μετάφραση 10 ή 15 γραμμών, διάβαζα την αγγλική μετάφραση από το βιβλίο της σειράς Loeb Classical Library, Homer Odyssey, Books 13–24, English translation by A. T. Murray, revised by George E. Dimock, έτσι ώστε να αποκτήσω μια ιδέα του γενικού νοήματος. Στη συνέχεια προχωρούσα στις άγνωστές μου λέξεις που τις έβρισκα στο παραπάνω λεξικό.

Νομίζω σε μια, ή το πολύ δύο περιπτώσεις, ανέτρεξα στη μετάφραση του Ζ. Σίδερη, αλλά μόνον αφού είχα κάνει πρώτα τη δική-μου μετάφραση, από περιέργεια και μόνο, για να δω πώς τακτοποιήθηκαν μετρικά οι λέξεις στη συγκεκριμένη μετάφραση. Απέφυγα επιμελώς να ανατρέξω σε ελληνικές μεταφράσεις, ώστε να μην επηρεαστεί η δική-μου μετάφραση από άλλες.

 


Σημειώσεις:

(^) Π.χ.: «Συν1·νε2·φια3·σμέ4·νη5 Κυ6·ρια7·κή8, μοιά9·ζεις10 με11 την12 καρ13·διά14-μου15». Γενικά, τα περισσότερα λαϊκά τραγούδια που είναι γραμμένα στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου έχουν δεκαπεντασύλλαβο στίχο.